Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σήμερα σε μια μεταβατική φάση, όπου οι σταθερές που χαρακτήριζαν το διεθνές οικονομικό περιβάλλον των τελευταίων δεκαετιών έχουν αρχίσει να διαβρώνονται, ανέφερε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας στο επίσημο δείπνο της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ Ελλάδος (ΣΕΣΜΑ).
Αναλυτικά η υπόλοιπη ομιλία:
Οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, οι αλλαγές στις εμπορικές πολιτικές, η επιτάχυνση της τεχνολογικής ανάπτυξης και οι πιέσεις από την κλιματική κρίση δημιουργούν ένα νέο, πιο αβέβαιο περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει άμεσα τόσο την ευρωπαϊκή όσο και την ελληνική οικονομία.
Ταυτόχρονα, η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει κλονίσει την οικονομική σταθερότητα της Ευρώπης. Η επί δεκαετίες εξάρτηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο εξασφάλιζε ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής. Η δραστική μείωση των εισαγωγών ρωσικής ενέργειας οδήγησε σε σημαντικές αυξήσεις στο κόστος παραγωγής της βιομηχανίας που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και αυξάνουν τον πληθωρισμό.
Παράλληλα, η γεωπολιτική σταθερότητα που χαρακτήριζε την Ευρώπη χάρη στην αμερικανική στρατιωτική προστασία φαίνεται να μειώνεται. Η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ όσον αφορά τη στρατιωτική τους παρουσία στην Ευρώπη αναγκάζει τις χώρες της περιοχής να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, απορροφώντας πόρους που διαφορετικά θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε κοινωνικές παροχές και επενδύσεις, ή αυξάνοντας το δημόσιο χρέος τους. Ο κίνδυνος ενός εμπορικού πολέμου και η μείωση της διεθνούς ζήτησης μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγές. Η αυξημένη αβεβαιότητα επιβαρύνει επίσης το επενδυτικό κλίμα, δυσχεραίνοντας την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ενώ η ραγδαία εξάπλωση νέων τεχνολογιών και η κλιματική κρίση ασκούν πρόσθετες πιέσεις, απαιτώντας στρατηγικές προσαρμογής για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας.
Η ανακοίνωση της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ για επιβολή υψηλών δασμών στις εισαγωγές από το Μεξικό, τον Καναδά, την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σηματοδοτεί μια σαφή αλλαγή πολιτικής που οδηγεί σε αυξημένο εμπορικό προστατευτισμό. Οι δασμοί ύψους 25% στις εισαγωγές από το Μεξικό και τον Καναδά, 20% στις εισαγωγές από την Κίνα και 25% στα αυτοκίνητα, αποτελούν τα υψηλότερα επίπεδα περιοριστικών μέτρων στο παγκόσμιο εμπόριο από τη δεκαετία του 1940.
Οι συνέπειες ενός τέτοιου εμπορικού πολέμου θα είναι αρνητικές για όλες τις εμπλεκόμενες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, όπως ήδη επιβεβαιώνουν τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για την οικονομία και τις αγορές στις ΗΠΑ. Ο εμπορικός προστατευτισμός τείνει να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, με τις πληγείσες χώρες να ανταποδίδουν με αντίμετρα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κλιμάκωση της κρίσης και επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, με σοβαρές συνέπειες για την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη.
Επιπλέον, η παραγωγή, μεταποίηση και διάθεση προϊόντων γίνεται μέσα από παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, οι οποίες έχουν αυξήσει την αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, η επιβολή δασμών στις εισαγωγές από μια χώρα θα επηρεάσει και τις άλλες χώρες που συμμετέχουν στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας ακόμη και χωρίς της επιβολή αντίμετρων. Τελικά οι έμμεσες επιδράσεις θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και θα επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία και όχι μόνο τις χώρες στις οποίες επιβάλλονται δασμοί.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι χώρες οι οποίες θα επηρεαστούν περισσότερο από έναν εμπορικό πόλεμο θα είναι καταρχήν χώρες όπως το Μεξικό και ο Καναδάς λόγω της υψηλής εξάρτησης των εξαγωγών τους από τις ΗΠΑ, αλλά και οικονομίες με σχετικά χαμηλά ποσοστά εξαγωγών προς τις ΗΠΑ αλλά υψηλό βαθμό εξάρτησης από το παγκόσμιο εμπόριο.
Η Ευρώπη, ως οικονομία με υψηλό βαθμό εξωστρέφειας, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε μια τέτοια εξέλιξη. Η Ελλάδα, αν και έχει μικρότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ, ενδέχεται να επηρεαστεί έμμεσα, καθώς μια συνολική επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και να περιορίσει τις προοπτικές ανάπτυξης.
Τέλος, η αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές λειτουργεί αποτρεπτικά για τις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να αναλάβουν ρίσκο σε ένα ασταθές περιβάλλον. Τα μπρος-πίσω της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ σχετικά με την επιβολή ή όχι δασμών στις εισαγωγές από Καναδά και Μεξικό πλήττουν την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και κάνουν κακό στις επενδύσεις. Η Ελλάδα, που προσπαθεί να προσελκύσει ξένες άμεσες επενδύσεις, θα πρέπει να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποτελέσει έναν ελκυστικό προορισμό για τους επενδυτές, παρά τις αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο.
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις αυτές απαιτούν από τις κυβερνήσεις προσαρμογή των στρατηγικών τους, ώστε να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των οικονομιών τους απέναντι στις νέες συνθήκες. Για την Ελλάδα, η απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις βρίσκεται στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, στην προώθηση της καινοτομίας και στη στροφή προς ένα περισσότερο βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο, το οποίο θα βασίζεται στη διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης και στην ανάπτυξη νέων τομέων με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η αρνητική επίπτωση των μέχρι σήμερα εξαγγελθέντων μέτρων στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα είναι περίπου 0,4%, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μείωση της παγκόσμιας ζήτησης αντισταθμίζεται εν μέρει από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων λόγω των πληθωριστικών πιέσεων στις ΗΠΑ. Σύμφωνα όμως με αναλύσεις διεθνών επενδυτικών τραπεζών (Goldman Sachs, ABN AMRO, κ.λπ.), οι αρνητικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν την μία ποσοστιαία μονάδα.
Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η αρνητική επίπτωση των δασμών στο ΑΕΠ των ΗΠΑ θα ξεπεράσει τη μία ποσοστιαία μονάδα, ενώ παράλληλα θα αυξηθεί ο πληθωρισμός. Όπως προαναφέρθηκε, ήδη οι ΗΠΑ βιώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις της εξαγγελθείσας πολιτικής στις αγορές κεφαλαίου, στο ΑΕΠ και στον πληθωρισμό.
Όσον αφορά την Ελλάδα, οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι ηπιότερες συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς το ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ παραμένει χαμηλό (περίπου 4% των συνολικών εξαγωγών, έναντι 8,5% στην Ευρωζώνη). Παράλληλα, η συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας είναι σχετικά περιορισμένη, κάτι που λειτουργεί ως ένας βαθμός προστασίας έναντι ενός ευρύτερου εμπορικού πολέμου.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν θα επηρεαστεί. Αν η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου επηρεάσει βασικές ευρωπαϊκές αγορές, η ζήτηση για ελληνικά προϊόντα μπορεί να μειωθεί, πλήττοντας τις εξαγωγές. Επιπλέον, η γενικότερη αβεβαιότητα στις αγορές μπορεί να περιορίσει τις ξένες άμεσες επενδύσεις, καθυστερώντας τη δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Το ζητούμενο βέβαια είναι να μην τεθεί σε κίνδυνο η ανάπτυξη σε μακροχρόνια βάση. Ο κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής της Ελλάδας πρέπει να είναι η επιτάχυνσή της αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ώστε να συγκλίνει σταδιακά προς τα μέσα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα όμως σε συνθήκες δημοσιονομικής σταθερότητας. Η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας προκάλεσε μια βαθιά ύφεση, οδηγώντας σε σημαντική μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, το οποίο επηρεάστηκε κυρίως από τη μείωση των επενδύσεων και τη χαμηλή παραγωγικότητα.
Για να επιτευχθεί η πραγματική σύγκλιση του ελληνικού ΑΕΠ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, απαιτείται αύξηση της παραγωγικότητας και του δυνητικού προϊόντος, πρώτον, μέσω επενδύσεων σε παραγωγικό κεφάλαιο, νέες τεχνολογίες και καινοτόμες μεθόδους παραγωγής, και δεύτερον, μέσω μεταρρυθμίσεων. Για να αντισταθμίσουμε τον κίνδυνο των επιπτώσεων μιας επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, πρέπει να γίνουμε πιο παραγωγικοί και καινοτόμοι.
Η Ελλάδα χρειάζεται σημαντικές επενδύσεις για να κλείσει το επενδυτικό κενό σε σύγκριση με την Ευρωζώνη. Το επενδυτικό αυτό κενό εκτιμάται σε 6 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως, από τις οποίες 4,5 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αφορούν επενδύσεις σε παραγωγικό κεφάλαιο και 1,5 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αφορούν επενδύσεις σε κατοικίες.
Για να αυξήσουμε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας στα προ κρίσης επίπεδα σε μια δεκαετία, πρέπει ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας να ξεπεράσει το 2,5%. Αυτό είναι ένας αρκετά φιλόδοξος στόχος, δεδομένου ότι ο μέσος ρυθμός μεταβολής της παραγωγικότητας την περίοδο 1980-2024 δεν ξεπέρασε κατά μέσο όρο το 2%, και αυτό αν εξαιρέσουμε την περίοδο της κρίσης. Αν συνυπολογίσουμε και την περίοδο της κρίσης, ήταν μόνο 1%.
Για να πετύχουμε τον στόχο της σύγκλισης εισοδημάτων χρειαζόμαστε επενδύσεις σε παραγωγικό κεφάλαιο, νέες τεχνολογίες, έρευνα και ανάπτυξη καθώς και ανθρώπινο κεφάλαιο.
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες4, τα οφέλη παραγωγικότητας είναι σημαντικά υψηλότερα για επενδύσεις άυλου και ανθρώπινου κεφαλαίου σε σύγκριση με επενδύσεις σε κτήρια και μηχανολογικό εξοπλισμό.
Συγκεκριμένα, εταιρίες οι οποίες επενδύουν 1% περισσότερο ανά εργαζόμενο σε νέες τεχνολογίες παρουσιάζουν 3% υψηλότερη παραγωγικότητα σε σύγκριση με τη μέση εταιρία. Αντίστοιχα, εταιρίες οι οποίες επενδύουν 1% περισσότερο ανά εργαζόμενο σε ανθρώπινο κεφάλαιο, μέσω προγραμμάτων εκπαίδευσης, παρουσιάζουν 5% υψηλότερη παραγωγικότητα από τη μέση εταιρία.
Τέλος, υψηλά οφέλη σε όρους παραγωγικότητας προκύπτουν από τον συνδυασμό επενδύσεων σε υλικό και άυλο κεφάλαιο, για παράδειγμα επενδύσεις σε συστήματα μηχανογράφησης και εκπαίδευση των εργαζομένων όπως επίσης και από συνδυασμό επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό και σε έρευνα και ανάπτυξη.
Το επενδυτικό κενό μπορεί να καλυφθεί με συνδυασμό ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων. Η Ελλάδα έχει την μεγάλη ευκαιρία να αξιοποιήσει ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και σημαντικούς ακόμα πόρους από τα Διαρθρωτικά Ταμεία για να υποστηρίξει στρατηγικές επενδύσεις και να επιταχύνει την οικονομική της ανάκαμψη.
Συνεπώς, η απάντηση στον κίνδυνο επιβράδυνσης δεν είναι η αναμονή, αλλά η ενεργητική πολιτική μεταρρυθμίσεων και η προσέλκυση επενδύσεων που θα στηρίξουν τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας.
Η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου και η τάση προστατευτισμού που παρατηρείται διεθνώς ενδέχεται να περιορίσουν τις δυνατότητες περαιτέρω αύξησης των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη για μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή αγορά. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται μια συνδυασμένη προσέγγιση που δεν θα περιορίζεται μόνο στην αύξηση των εξαγωγών, αλλά και στην υποκατάσταση των εισαγωγών, έτσι ώστε να μειωθεί σταδιακά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η Ελλάδα διατηρεί ένα διαχρονικά υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αντανακλά την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα προϊόντα και ενεργειακά αγαθά. Παρότι οι εξαγωγές έχουν υπερδιπλασιαστεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι εισαγωγές παραμένουν επίσης σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που καθιστά την οικονομία ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές. Επομένως, η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας και η υποκατάσταση των εισαγωγών με εγχώρια παραγόμενα προϊόντα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός πιο βιώσιμου αναπτυξιακού μοντέλου.
Η αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου πρέπει να στηριχθεί σε τρεις βασικούς άξονες:
1. Ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας
Η αύξηση των εξαγωγών παραμένει βασικός στόχος, ωστόσο σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου εμπορικού προστατευτισμού ο ανταγωνισμός θα είναι πολύ πιο έντονος. Κατά συνέπεια, είναι πολύ σημαντικό να διατηρηθεί και να ενισχυθεί περαιτέρω η ανταγωνιστικότητα κόστους και ποιότητας των ελληνικών εξαγωγών.
2. Ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ
Όπως τόνισε πρόσφατα ο Mario Draghi σε μια συνέντευξη στους Financial Times, υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης του ενδοκοινοτικού εμπορίου από την κατάργηση περιορισμών και εμποδίων μεταξύ των κρατών-μελών. Η εσωτερική αγορά της ΕΕ είναι μια από τις μεγαλύτερες ενιαίες αγορές στον κόσμο, με 450 εκατομμύρια καταναλωτές και υψηλό επίπεδο οικονομικής ολοκλήρωσης. Ενισχύοντας την εσωτερική αγορά, η ΕΕ μπορεί να περιορίσει την εξάρτησή της από εξωτερικές εμπορικές ροές, επιτρέποντας στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να βρουν εναλλακτικές αγορές εντός της Ένωσης.
3. Αναβάθμιση της εγχώριας παραγωγής και ενίσχυση της υποκατάστασης των εισαγωγών
Η υποκατάσταση εισαγωγών αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος και τη θωράκιση της οικονομίας απέναντι σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει την παραγωγή εγχώριων προϊόντων, ιδιαίτερα σε τομείς όπου διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως ο αγροδιατροφικός τομέας, η φαρμακοβιομηχανία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα δίκτυα και η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας.
Η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο πρέπει να συνοδεύεται από μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, θα δημιουργήσουν ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, θα αυξήσουν το δυνητικό προϊόν.
Καταλύτης όμως για την μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο είναι οι επενδύσεις. Η στρατηγική για την ανάπτυξη πρέπει να στηριχθεί στην προσέλκυση επενδύσεων, τόσο εγχώριων όσο και ξένων, που θα επιτρέψουν τη δημιουργία μιας ισχυρής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης. Οι επενδύσεις αυτές θα πρέπει να έχουν στόχο όχι μόνο την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές, δημιουργώντας έναν πιο αυτάρκη και ανθεκτικό παραγωγικό ιστό.
H στρατηγική γεωπολιτική θέση της χώρας, η σταθερότητα του πολιτικού περιβάλλοντος, η συνεπής οικονομική πολιτική και η δημοσιονομική πειθαρχία προσφέρουν μια θετική βάση για την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Ταυτόχρονα, η ελληνική οικονομία επιδεικνύει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα απέναντι σε διαδοχικές εξωτερικές διαταραχές, σημειώνοντας μεταπανδημικά ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης, σημαντικά υψηλότερους από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει διπλάσιος της Ευρωζώνης την επόμενη τριετία, επιτρέποντας τη συνέχιση της διαδικασίας σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης. Πλέον της ιδιωτικής κατανάλωσης, βασική συνιστώσα της οικονομικής μεγέθυνσης προβλέπεται να είναι και οι επενδύσεις, κυρίως χάρη στη συμβολή του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Όπως προαναφέρθηκε, οι επενδύσεις σε ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο έχουν καθοριστική σημασία για την ανταγωνιστικότητα, τη συνολική παραγωγικότητα αλλά και τη διατηρήσιμη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη τον ανασταλτικό ρόλο διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως η γήρανση του πληθυσμού, το χαμηλό ποσοστό γεννήσεων και η περιορισμένη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό.
Ωστόσο, η Ελλάδα καλείται να καλύψει το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας. Ειδικότερα, ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ, ο οποίος κυμαινόταν γύρω στο 24% πριν το 2008, κοντά στο μέσο όρο της Ευρωζώνης, κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης και διαμορφώθηκε περίπου στο 12% κατά μέσο όρο τη δεκαετία που ακολούθησε, ενώ παραμένει χαμηλότερος σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, 15,3% το 2024 έναντι 21,1%, δηλαδή έξι ποσοστιαίες μονάδες περίπου.
Κατά την άποψή μου, οι προοπτικές γι’ αυτό, δηλαδή για να κλείσει αυτό το κενό των έξι ποσοστιαίων μονάδων από την Ευρωζώνη, είναι θετικές. Από το 2019 και μετά, οι συνολικές επενδύσεις έχουν σημειώσει σημαντική άνοδο. Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε πραγματικούς όρους αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά περίπου 60% το 2024 έναντι του 2019, σε σύγκριση με μείωση κατά 0,4% στη ζώνη του ευρώ. Ως εκ τούτου, η συμβολή των επενδύσεων στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ φθάνει μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι μόλις 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας στην Ευρωζώνη.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η παρατηρούμενη βελτίωση στη σύνθεση των επενδύσεων. Πριν από την κρίση χρέους, σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς, υπονομεύοντας τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί: τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων είναι σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες. Αυτή η μεταβολή στη σύνθεση, εφόσον διατηρηθεί και συνδυαστεί με αύξηση του όγκου των συνολικών επενδύσεων, θα συμβάλει στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική.
Η θετική πορεία των επενδύσεων επιβεβαιώνεται και από πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ),5 σύμφωνα με την οποία το μερίδιο των ελληνικών επιχειρήσεων που επενδύει – αν και είναι χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ – αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια.
Κρίσιμοι παράγοντες που συνέβαλαν στην άνοδο των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια είναι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της εμπιστοσύνης. Επισημαίνεται ότι, με βάση πρόσφατους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα παρουσιάζει εμφανή πρόοδο σε τομείς που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, καθώς και την ευκολία σύστασης μιας επιχείρησης.6 Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα θετικά στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος επέδρασε η ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου το 2023.
Παράλληλα, η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εδραίωση της θετικής πορείας των επενδύσεων και της οικονομίας. Η αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών επέτρεψαν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτούν πιο ενεργά την οικονομία.
Πράγματι, στη διάρκεια του 2024 η τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ενισχύθηκε σημαντικά έναντι του 2023 και το κόστος δανεισμού υποχώρησε.
Βασική όμως προϋπόθεση για την αύξηση του όγκου των επενδύσεων είναι η έγκαιρη απορρόφηση των πόρων του RRF, που ανέρχονται σε 36 δισ. ευρώ. Δεδομένου του οπισθοβαρούς προφίλ διοχέτευσης των πόρων στην πραγματική οικονομία και της περιορισμένης διάρκειας ζωής του RRF, χρειάζεται ενίσχυση της προσπάθειας για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρης επίτευξη των θετικών επιδράσεων του μέσου αυτού στο ρυθμό ανάπτυξης και στην παραγωγικότητα της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς η Ελλάδα καθιερώνεται ως ελκυστικός επενδυτικός προορισμός, προσφέροντας σημαντικές ευκαιρίες σε στρατηγικούς τομείς. Για παράδειγμα, ο κλάδος της τεχνολογίας και της καινοτομίας γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη, με δυναμικό οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων (startups) και επενδύσεις σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιακή οικονομία. Η πρόσφατη συμμετοχή της χώρας στην υλοποίηση του GOVSATCOM Hub, που θα αποτελεί τον κόμβο διαχείρισης και παροχής ασφαλών δορυφορικών επικοινωνιών της ΕΕ, σηματοδοτεί το σημαντικό ρόλο της και στον τομέα της ψηφιακής ασφάλειας. Παράλληλα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως η ηλιακή και η αιολική, προσφέρουν μεγάλες επενδυτικές προοπτικές, καθώς η χώρα επιδιώκει τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία.
Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας ευνοεί επίσης τις επενδύσεις σε υποδομές και μεταφορές, καθιστώντας τη χώρα σημαντικό διαμετακομιστικό κόμβο. Τέλος, ο τουρισμός συνεχίζει να αποτελεί βασικό πυλώνα ανάπτυξης, με σημαντική επενδυτική δραστηριότητα.
Ωστόσο, παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, όπως επισημαίνει πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.7 Συγκεκριμένα, το σχετικά πολύπλοκο και ευμετάβλητο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο που συχνά στερείται διαφάνειας, αυξάνει το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις, ενώ το νομικό σύστημα δεν είναι αρκετά αποτελεσματικό και προστατευτικό όσον αφορά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Οι κανονιστικοί φραγμοί, η παραοικονομία και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξακολουθούν να αποτελούν τροχοπέδη για τον ανταγωνισμό, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας. Η έλλειψη ενός σταθερού φορολογικού συστήματος συγκαταλέγονται επίσης στους κυριότερους περιορισμούς που εμποδίζουν την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων.
Η ύπαρξη σημαντικών εμποδίων για την πραγματοποίηση επενδύσεων στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από την προαναφερόμενη έρευνα της ΕΤΕπ. Οι ελληνικές επιχειρήσεις ανησυχούν ιδιαίτερα για το ενεργειακό κόστος, το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων (business regulation) και την οικονομική αβεβαιότητα. Σημειώνεται επίσης ότι το μερίδιο των ελληνικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην εξωτερική χρηματοδότησή τους, είναι σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ (11,1% έναντι 6,8% το 2024). Ως εκ τούτου, τα 3/4 των επενδύσεων χρηματοδοτήθηκαν με εσωτερικούς πόρους το τελευταίο οικονομικό έτος (έναντι 66% στην ΕΕ), γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη προώθησης εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.
Παρότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αναλαμβάνουν επενδυτικές πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της ψηφιακής μετάβασης, εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ σε αρκετούς τομείς. Για παράδειγμα, μόνο το 1/3 των ελληνικών επιχειρήσεων (32%) αναφέρει ότι επενδύει στην ενεργειακή απόδοση (έναντι 50% στην ΕΕ), σηματοδοτώντας την ανάγκη ενίσχυσης του μίγματος των επενδύσεων προς την κατεύθυνση της βιωσιμότητας. Παράλληλα, οι ελληνικές επιχειρήσεις υστερούν σημαντικά στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών σε σχέση με εκείνες της ΕΕ (53% έναντι 74%), συμπεριλαμβανομένων κρίσιμων τεχνολογιών, όπως το διαδίκτυο των πραγμάτων (Internet of Things – IoT), τα μεγάλα δεδομένα και η τεχνητή νοημοσύνη.
Προκειμένου να επιτευχθεί διατηρήσιμη αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα, απαιτούνται στοχευμένες παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών, όπως η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, καθώς και η καταπολέμηση της πολυνομίας και της κακονομίας, σε συνδυασμό με τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, θα περιορίσουν την αβεβαιότητα και το διοικητικό βάρος. Ένα πιο αποτελεσματικό ρυθμιστικό και θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει την εκτέλεση των συμβάσεων και την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας θα ενθαρρύνει την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Παράλληλα, η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και η παροχή περαιτέρω φορολογικών κινήτρων, όπως επιταχυνόμενες αποσβέσεις και μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη θα ενισχύσουν την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.
Επίσης, απαιτείται επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών που μειώνουν τους φραγμούς εισόδου και περιορίζουν τις ολιγοπωλιακές δομές. Εκτός αυτού, η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, μέσω της βελτίωσης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης σε νέες τεχνολογίες θα προσελκύσει επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας και θα αυξήσει την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία.
Τέλος, η καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών θα επιτρέψει στις ελληνικές επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στα απαιτούμενα κεφάλαια για να αναπτυχθούν και να καινοτομήσουν. Η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από θεσμικές παρεμβάσεις, όπως η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης αλλά και η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, που θα εξασφαλίσουν οικονομίες κλίμακας στα διαθέσιμα κεφάλαια και ομαλή ροή επενδύσεων σε όλη την ΕΕ. Η ίδρυση κοινού εποπτικού μηχανισμού για τις αγορές κεφαλαίων της ΕΕ, η ενοποίηση των κατακερματισμένων υποδομών των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών και η τυποποίηση προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές μπορούν να κινητοποιήσουν τόσο τις αποταμιεύσεις της ΕΕ όσο και ξένο κεφάλαιο. Επιπλέον, η βάθυνση της αγοράς τιτλοποιήσεων και η απλοποίηση της σχετικής νομοθεσίας μπορούν να συμβάλουν στην προσέλκυση επενδυτών. Σε εθνικό επίπεδο, ειδικά για τις μικρομεσαίες και νεοφυείς επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν εμπράγματες εγγυήσεις κρίνεται αναγκαία η διευκόλυνση της πρόσβασής τους σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών, καθώς και μέσω της αξιοποίησης του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων.
Είναι επίσης επιτακτικά αναγκαία η συνέχιση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ), οι οποίες αυξήθηκαν κατά περίπου 34% το 2024 έναντι του 2019 – φθάνοντας τα 6 δισεκ. ευρώ – γεγονός που υποδηλώνει τη θετική δυναμική τους. Σημαντική επιτάχυνση στις ΞΑΕ μπορεί να προέλθει από την ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Ωστόσο, κρίσιμος παράγοντας για τις επενδύσεις είναι η πολιτική σταθερότητα. Η αυξημένη παγκόσμια αβεβαιότητα και οι εμπορικές διαμάχες είναι πιθανό να μεταβάλουν, εκτός από τις εμπορικές ροές, και τις διασυνοριακές ροές κεφαλαίων και τις ΞΑΕ – αυτό αποτελεί κίνδυνο αλλά ενδεχομένως και ευκαιρία για την Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα διανύει μια περίοδο δυναμικής ανάπτυξης, με σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες και αισιόδοξες προοπτικές. Οφείλουμε επομένως να συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις, να διαφυλάξουμε τη δημοσιονομική αξιοπιστία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να μειώσουμε τα εμπόδια και να επιταχύνουμε την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση. Ταυτόχρονα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να μείνουν αμέτοχες στις νέες επενδυτικές ευκαιρίες και συνεργασίες που διανοίγονται εν όψει των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών, όπως για ενίσχυση της ευρωπαϊκής κοινής άμυνας, της ενεργειακής αυτονομίας, της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Ευρώπης, των ψηφιακών δικτύων και των υποδομών μεταφορών. Η Ευρώπη θα δει ένα νέο κύμα επενδύσεων κι εμείς θα πρέπει να είμαστε παρόντες και εξωστρεφείς όχι μόνο ως παραγωγοί αλλά και ως επενδυτές, κάτι που θα αποφέρει μακροχρόνια οφέλη στη χώρα μας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω δύο λόγια για τον δικό σας ρόλο, τον ρόλο δηλαδή των εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ, στη βελτίωση του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας. Οι εταιρείες Συμβούλων Μάνατζμεντ, μεγάλες, μεσαίες, μικρές, διαθέτουν την απαραίτητη εμπειρία και τεχνογνωσία, προκειμένου να στηρίξουν τις προσπάθειες βελτίωσης της λειτουργίας, τόσο του Δημόσιου, όσο και του Ιδιωτικού Τομέα, με αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα. Χαρακτηρίζονται από προσαρμοστικότητα, ευελιξία και δυναμισμό. Επενδύουν διαρκώς στο ανθρώπινο δυναμικό τους συμβάλλοντας παράλληλα στο brain regain. Και τέλος, διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά που τις καθιστούν κρίσιμο βραχίονα υποστήριξης και καταλύτη επιτάχυνσης για τα μεγάλα έργα και τις επενδύσεις που υλοποιούνται στη χώρα.
Ωστόσο, ο συμβουλευτικός κλάδος έχει ακόμα περιορισμένη συνεισφορά στο ΑΕΠ της χώρας σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες. Για να επιτύχει το νέο παραγωγικό μοντέλο τα επιθυμητά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και την επιχειρηματικότητα, είναι απαραίτητη η εντατικότερη αξιοποίηση των συμβουλευτικών υπηρεσιών. Για παράδειγμα, η εμπειρία των εταιρειών συμβούλων μπορεί να είναι καθοριστική στην επιτυχή υλοποίηση έργων ψηφιακού μετασχηματισμού, στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων για αύξηση της ανταγωνιστικότητας, στην αποτελεσματικότερη προσέλκυση ξένων επενδύσεων, και στην υποστήριξη και επιτάχυνση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στο δημόσιο τομέα. Η συμβολή τους αυτή ενισχύει την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας και δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον.