Την αλλαγή του Δημόσιου Τομέα ώστε να ανταποκρίνεται στα υψηλότερα διεθνή πρότυπα, ζήτησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος εκτίμησε ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 2,2% και σε υψηλότερο ποσοστό το 2024.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση από το περιοδικό Global Finance, και αναφερόμενος στην πορεία της ελληνικής οικονομίας ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι ο ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,2%, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ και της πιο ήπιας αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Για το 2024, προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 3,0%.
Ωστόσο, όπως επεσήμανε, η βελτιωμένη επίδοση μπορεί να επιτευχθεί υπό την προϋπόθεση ότι η υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτούνται από το RRF θα προχωρήσει σύμφωνα με τον προγραμματισμό, ότι η γεωπολιτική κρίση δεν θα κλιμακωθεί και ότι η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής δεν θα αφήσει μόνιμο τραύμα στην οικονομία της ευρωζώνης.
Ο γενικός πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 3,8% για το 2024 (έναντι 4,3% το 2023 και 9,3% το 2022), αντανακλώντας τη διατήρηση ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων από τις τιμές των ειδών διατροφής, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών. Θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία μαρτυρούν και οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου.
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ακόμη ότι η αλλαγή του Δημοσίου προϋποθέτει την αντιμετώπιση χρόνιων εγγενών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης (π.χ. μεταβιβάσεις ακινήτων, χωροταξικός σχεδιασμός, ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, ψηφιακός μετασχηματισμός των δημόσιων υπηρεσιών).
Επίσης, άλλα προβλήματα προς επίλυση σύμφωνα με το διοικητή της ΤτΕ είναι η υστέρηση σε βασικές υποδομές, η ανεπαρκής καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, οι ελλείψεις στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία ‒ έρευνα ‒ καινοτομία) και η ανεπαρκής σύνδεση των πανεπιστημιακών σπουδών με τις δεξιότητες που χρειάζεται η πραγματική οικονομία. Αυτές οι αδυναμίες βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα και δημιουργούν αντικίνητρα για επενδύσεις.