Η ένταση μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της κλιμακώνεται για μια ακόμα φορά. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), ο μόνιμος μηχανισμός διάσωσης της ευρωζώνης, δήλωσε στις 14 Δεκεμβρίου πως θα καθυστερήσει τα σχέδια για παροχή μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, απαντώντας στις πρωτοβουλίες που έλαβε πρόσφατα η Αθήνα, υποτίθεται χωρίς να ενημερώσει τους πιστωτές της.
Στις αρχές Δεκεμβρίου η Ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε έκτακτο χριστουγεννιάτικο επίδομα ύψους περίπου 1,6 εκατ. ευρώ σε συνταξιούχους που λαμβάνουν λιγότερα από 850 ευρώ τον μήνα και ότι κάποια νησιά του Αιγαίου θα εξαιρεθούν
από τον νέο ΦΠΑ που απαιτούν οι πιστωτές.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αιτιολόγησε τα μέτρα αυτά υποστηρίζοντας πως είναι λογικά, δεδομένου του πρόσφατου πρωτογενούς πλεονάσματος της Ελλάδας. Οι πιστωτές της χώρας, όμως, απάντησαν πως τα μέτρα δεν αποτελούν μέρος του τρίτου προγράμματος διάσωσης της χώρας και πως θα πρέπει να εξετάσουν τη δημοσιονομική επίπτωση των πρωτοβουλιών αυτών προτού προχωρήσουν τα σχέδια για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης επίσης εξέδωσαν ανακοινώσεις, με τις οποίες επέκριναν τις μονομερείς ενέργειες της Ελλάδας.
Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που έχουν υποσχεθεί οι πιστωτές στην Ελλάδα δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικά, όμως θα λειτουργούσαν δυνητικά ως πολιτικά σύμβολα για το κυβερνών κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είπε στους ψηφοφόρους τα μέτρα λιτότητας είναι απαραίτητα αν θέλει η Ελλάδα να λάβει ελάφρυνση του χρέους της, το οποίο ξεπερνά το 175% του ΑΕΠ. Όμως τους τελευταίους μήνες η δημοφιλία του ΣΥΡΙΖΑ ελαττώνεται, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση, η Νέα Δημοκρατία, εμφανίζει ισχυρές επιδόσεις στις δημοσκοπήσεις. Ο Τσίπρας χρειάζεται όσο τον δυνατόν περισσότερες παραχωρήσεις από τους πιστωτές προκειμένου να διατηρήσει τη δημοφιλία του. Την ίδια ώρα, τα μονομερή μέτρα όπως οι ανακοινώσεις για τον ΦΠΑ στα νησιά και τις συντάξεις, στόχο έχουν επίσης να δείξουν στους ψηφοφόρους πως η Αθήνα μπορεί ακόμα να αποφασίσει η ίδια για τις πολιτικές της.
Η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση μιας πολιτικής διαμάχης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το ΔΝΤ θεωρεί πως οι όροι του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας –που προβλέπουν πως η Αθήνα πρέπει να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018- δεν είναι ρεαλιστικοί. Θεωρεί επίσης πως το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο και πρόσφατα δήλωσε πως το πρόγραμμα είναι «εχθρικό προς την ανάπτυξη».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, υπερασπίζεται τη διάσωση, και ορισμένες χώρες, κυρίως η Γερμανία, λένε πως η Ελλάδα θα πρέπει να λάβει ουσιαστική ελάφρυνση χρέους μόνο μετά τη λήξη του προγράμματος, στα μέσα του 2018. Αν και το ΔΝΤ αποφάσισε πέρυσι να μην συμμετέχει στο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, η Γερμανική κυβέρνηση έχει υποσχεθεί στη βουλή της πως το ΔΝΤ θα συμμετέχει κάποια στιγμή. Οι Γερμανοί βουλευτές θεωρούν το ΔΝΤ λιγότερο πολιτικά προκατειλημμένο από τους θεσμούς της ΕΕ.
Τις τελευταίες εβδομάδες, ελληνικά μέσα ενημέρωσης έχουν υποστηρίξει πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ίσως παραιτηθεί λόγω της κλιμακούμενης έντασης με τους θεσμούς. Δεδομένου ότι η επανεκλογή του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εγγυημένη στην περίπτωση πρόωρων εκλογών, το κόμμα πιθανότατα θα αποφύγει τις εκλογές για όσο το δυνατόν περισσότερο. Εν τούτοις, αν οι εντάσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της αυξηθούν, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών.
Μέχρι στιγμής, το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας βρίσκεται σε καλό δρόμο, και η χώρα έχει λάβει τις πρώτες δόσεις της χρηματοδότησης. Όμως οι τωρινές εντάσεις εγείρουν ερωτήματα ως προς την αξιοπιστία και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομικής μεταρρύθμισης στη χώρα. Μια καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης από τους πιστωτές θα καθυστερούσε και τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που θα επέτρεπε στην ΕΚΤ να αγοράσει ελληνικά ομόλογα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει πει πως δεν θα αγοράσει Ελληνικά ομόλογα μέχρις ότου λάβει διαβεβαιώσεις για τη βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης, κάτι που η Αθήνα ήλπιζε πώς να συμβεί πριν το τέλος του έτους.