Πριν από 25 χρόνια, μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, γνωστή ως το Πραξικόπημα του Αυγούστου, επιχειρήθηκε από ομάδα μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος και μελών της ελίτ του τομέα ασφαλείας, κατά του προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, σε μια στιγμή που θεωρείται «κλειδί» και η οποία οδήγησε στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι επικεφαλής της ομάδας που οργάνωσε το πραξικόπημα, γνωστή και ως η Συμμορία των Οκτώ, ήταν δυσαρεστημένοι από τα σχέδια φιλελευθεροποίησης του Γκορμπατσόφ, αλλά και τις «ασκήσεις ισορροπίας» μεταξύ των Σοβιετικών δημοκρατιών και της Μόσχας. Παρόμοιες συζητήσεις πραγματοποιούνται σήμερα στη Μόσχα–και εντός του Κρεμλίνου.
Από τότε που εφάρμοσε το γκλάσνοστ (σ.σ. η πολιτική της ανοικτής συζήτησης πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων και της μεγαλύτερης διάχυσης πληροφοριών που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Γκορμπατσόφ το 1985) και την περεστρόικα (σ.σ. η πολιτική της μεταρρύθμισης του οικονομικού συστήματος που προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ το 1979 και προωθήθηκε ενεργά από τον Γκορμπατσόφ, η οποία οδήγησε σε μεγαλύτερη αντίληψη των οικονομικών αγορών και στον τερματισμό του κεντρικού σχεδιασμού) για να σώσει τη Σοβιετική Ένωση, ο Γκορμπατσόφ άρχισε να προκαλεί την οργή των σκληροπυρηνικών Σοβιετικών.
Προσπάθησε να αγοράσει στήριξη για τις προσπάθειες φιλελευθεροποίησης εντάσσοντας περισσότερους από αυτούς τους σκληροπυρηνικούς στην κυβέρνηση. Όταν έξι από τις Σοβιετικές δημοκρατίες αποσχίστηκαν το 1990-91, ο Γκορμπατσόφ προσπάθησε να κρατήσει τις υπόλοιπες οκτώ δημοκρατίες μέσω μιας σειράς μεθόδων αποκέντρωσης. Όμως, οι σκληροπυρηνικοί της κυβέρνησης ενώθηκαν και απαίτησαν ο Γκορμπατσόφ να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στρατιωτικό lock-down των Σοβιετικών δημοκρατιών.
Όταν ο Σοβιετικός ηγέτης αρνήθηκε και μετέβη στη βίλα του στην Κριμαία, η Συμμορία των Οκτώ επιχείρησε πραξικόπημα στη Μόσχα. Η ομάδα των στασιαστών απαρτίζονταν από σκληροπυρηνικά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, υπουργούς, επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων και, το σημαντικότερο, τον πρόεδρο της KGB, Βλαντιμίρ Κριούτσκοφ, ο οποίος πιθανότατα ηγήθηκε και ενορχήστρωσε το πραξικόπημα.
Η ομάδα θεώρησε ότι είχε καλύψει όλες τις βάσεις της. Ενόσω ο Γκορμπατσόφ βρισκόταν στο αεροπλάνο, οι στασιαστές ανέλαβαν δράση, καλώντας τις ελίτ των δυνάμεων τόσο της KGB όσο και του Ρωσικού στρατού. Τανκς αναπτύχθηκαν στη Μόσχα, στη βίλα του Γκορμπατσόφ και στο εξοχικό του Μπόρις Γιέλτσιν, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος της Ρωσίας στις νέες αποκεντρωμένες Σοβιετικές εκλογικές περιφέρειες. Οι ενορχηστρωτές του πραξικοπήματος έκοψαν όλες τις τηλεφωνικές γραμμές του Γκορμπατσόφ (περιλαμβανομένης και εκείνης που ήλεγχε το 'κόκκινο κουμπί'), έβαλαν κοριούς στα τηλέφωνα όλων των ανώτατων μελών της κυβέρνησης, ανάγκασαν όλα τα τηλεοπτικά κανάλια να παίζουν την Λίμνη των Κύκνων και έκλεισαν τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης.
Όμως, αντί να επαναφέρουν την κυριαρχία της Μόσχας στη Σοβιετική Ένωση, όπως ήλπιζαν, τελικά πυροδότησαν μια λαϊκή εξέγερση, την τελική πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και μια ακόμα μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση της Ρωσίας που ξεπέρασε τους φόβους ακόμα και των στασιαστών.
Ήταν ο χειρότερος εφιάλτης των στασιαστών. Ενώ ο Γκορμπατσόφ παρέμεινε στη βίλα του, ο Γιέλτσιν «έσπασε» τον στρατιωτικό κλοιό, έφτασε στην κεντρική Μόσχα και κάλεσε τον κόσμο να εξεγερθεί κατά του πραξικοπήματος. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους και οι δυνάμεις του στρατού και της KGB άρχισαν να υποχωρούν, αρνούμενες να πυροβολήσουν ή να βάλλουν κατά του Ρωσικού λαού.
Το πραξικόπημα διαλύθηκε μέσα σε μόλις τρεις ημέρες, όμως οι επιπτώσεις του τάραξαν όλη τη Σοβιετική Ένωση, καθώς και την προσπάθεια του Γκορμπατσόφ να βρει μια ισορροπία σε ότι απέμενε από την Σοβιετική Ένωση. Μέσα στους επόμενους τέσσερις μήνες, πολλά από τα εναπομείναντα σοβιετικά κράτη, όπως η Ουκρανία και η Λευκορωσία, άρχισαν να αποστασιοποιούνται από την Ένωση και τη Μόσχα. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε επισήμως τον Δεκέμβριο του 1991.
Με τους σκληροπυρηνικούς να έχουν συλληφθεί, το Κομμουνιστικό Κόμμα κατέρρευσε και ο Γιέλτσιν μπόρεσε στο τέλος να πάρει τον έλεγχο από τον αποδυναμωμένο Γκορμπατσόφ. Η νεοϊδρυθείσα Ρωσική Ομοσπονδία άρχισε μια σειρά ταχύτατων και χαοτικών απελευθερώσεων, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά. Αργότερα ο Γκορμπατσόφ θα έλεγε πως το πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991 ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, θεωρώντας πως η σταδιακή αποκέντρωση που προωθούσε ο ίδιος θα μπορούσε να είχε διατηρήσει κάποια ομοιότητα με την προκάτοχό της.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ένας «επιμελής μαθητής» της ιστορίας, χαρακτήρισε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης την «μεγάλη γεωπολιτική καταστροφή του αιώνα». Όμως, αν και έχει μεταρρυθμίσει τη χώρα του και την ξαναέκανε μια μεγάλη γεωπολιτική δύναμη, ακόμα και ο ίδιος ο Πούτιν πρέπει να βλέπει τις ομοιότητες μεταξύ των πιέσεων που δημιουργούνται στη χώρα του σήμερα και αυτών που οδήγησαν στο Πραξικόπημα του Αυγούστου. Για 16 χρόνια, ο Πούτιν ισορροπεί μεταξύ φιλελεύθερων και συντηρητικών ομάδων εξουσίας, όπως έκανε και ο Γκορμπατσόφ, αναγκάζοντάς τον να ταλαντεύεται μεταξύ των εγχώριων και εξωτερικών πολιτικών των δυο στρατοπέδων. Ο Πούτιν υπήρξε ένας αριστοτέχνης διαιτητής για σχεδόν δυο δεκαετίες, παρ' ολ' αυτά όμως αυξάνεται η δυσαρέσκεια από τα έσω.
Η δημόσια κριτική για τις επιλογές πολιτικής του Ρώσου ηγέτη από τη Ρωσική ελίτ αυξάνεται –κάτι ανήκουστο τα προηγούμενα χρόνια. Οι φιλελεύθερες ομάδες θέλουν ο Πούτιν να ανοίξει την οικονομία και να αναθερμάνει τις σχέσεις με τη Δύση. Τα «γεράκια» από την άλλη θέλουν να μπει στην Ουκρανία και να κόψει παντελώς τους ξένους οικονομικούς δεσμούς. Η ικανότητα του Πούτιν να διατηρήσει την ισορροπία γίνεται αβέβαιη καθώς τον τελευταίο χρόνο έχει προχωρήσει σε «εκκαθάριση» του ίδιου του στενού κύκλου, που αποτελείται από ορισμένους από τους ισχυρότερους άνδρες της Μόσχας. Μάλιστα, φοβάται ακόμα και για την ίδια του την ασφάλεια και δημιούργησε δικό του ιδιωτικό στρατό.
Όμως, ούτε οι δυνάμεις εντός του Κρεμλίνου που θα μπορούσαν να ενωθούν κατά του Ρώσου προέδρου, εθελοτυφλούν απέναντι στη δική τους ιστορία. Γνωρίζουν το ίδιο καλά με τους πολιτικούς αντιπάλους τους πως οι δύσκολες συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν σε ακραίες ενέργειες, όμως αυτές οι ακραίες ενέργειες μπορούν επίσης να αφήσουν πίσω τους ένα κατεστραμμένο σύστημα.