To «πράσινο φως» έλαβαν δύο νέοι ευρωπαϊκοί κανονισμοί οι οποίοι αποσκοπούν στο να περιορίσουν την επίδραση των Big Tech κολοσσών στην κοινωνία και να αποσύρουν το παράνομο υλικό από το διαδίκτυο.
Οι υπουργοί των χωρών της Ευρωζώνης προσυπέγραψαν τους νέους κανονισμούς γνωστούς και ως Digital Markets Act (DMA) και Digital Services Act (DSA) σε πρόσφατη σύνοδο του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας στις Βρυξέλλες. Το «ΟΚ» των υπουργών προωθεί τους κανονισμούς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωκοινοβούλιο έτσι ώστε αυτοί να κωδικοποιηθούν ως νομοθεσία.
Οι κανονισμοί ακολουθούν πολυετείς υπερβάσεις των Big Tech στις online πλατφόρμες, όπως την ανάρτηση παράνομου πορνογραφικού υλικού ή βίντεο τρομοκρατικών οργανώσεων και την εφαρμογή τακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού.
«Πρόκειται για μια ιστορική συμφωνία», ανέφερε ο Γάλλος Υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Cédric O, ο οποίος αποκάλεσε τις δύο νομοθετικές προτάσεις ως «πιθανώς το πιο σημαντικό, ιστορικά, βήμα στην ψηφιακή διακυβέρνηση, σε ό,τι αφορά τόσο την οικονομία όσο και το ψηφιακό περιεχόμενο».
Οι προτάσεις οι οποίες πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Κομισιόν το Δεκέμβριο του 2020, θέτουν τις βάσεις για τη νομοθετική σύσταση κανόνων που θα υποχρεώσουν τεχνολογικούς κολοσσούς όπως Google, Apple, Amazon, Facebook (Meta) και Microsoft, να ελέγχουν το περιεχόμενο των πλατφόρμων τους. Όποια εταιρεία παραβεί τους κανονισμούς εάν αυτοί υπερψηφιστούν, θα χρειαστεί να πληρώσουν πρόστιμα μέχρι και 10% των ετήσιων κερδών τους.
DSA και παράνομο περιεχόμενο
Ο κανονισμός DSA αποτελεί ανανεωμένη πρόταση των ευρωπαϊκών κανόνων ηλεκτρονικού εμπορίου που συστάθηκαν πριν από μια εικοσαετία. Θα θέσει το νομοθετικό πλαίσιο όσον αφορά την αστυνόμευση του παράνομου περιεχομένου, είτε σε ό,τι αφορά μικρές εταιρείες διαχείρισης ιστοσελίδων, είτε κολοσσούς των social media.
Απώτερο σκοπό αποτελεί η αστυνόμευση του παράνομου υλικού όπως της παιδικής πορνογραφίας, της τρομοκρατίας και των επικίνδυνων προϊόντων. Επίσης, επιβάλλει μεγαλύτερη διαφάνεια στη λειτουργία του αλγόριθμου των διαδικτυακών πλατφόρμων.
Υπήρξαν, επίσης, και νέες ιδέες όπως η εφαρμογή ηλικιακού φίλτρου ή γονικής συναίνεσης, αλλά και η απαγόρευση των παραπλανητικών τρικ των web designers, γνωστά και ως dark patterns, τα οποία χρησιμοποιούν προσωπικά στοιχεία των χρηστών για να παρακολουθούν τις προτιμήσεις τους.
Οι χρήστες των διαδικτυακών πλατφόρμων θα απολαμβάνουν περισσότερα δικαιώματα, ενώ οι ιστότοποι διαδικτυακών αγορών όπως Amazon, AliExpress και eBay θα πρέπει να επενδύσουν στον έλεγχο των πωλητών συγκεκριμένων επικίνδυνων ή παράνομων προϊόντων μέσω των πλατφόρμων τους.
Τη μεγαλύτερη αλλαγή, όμως, αποτελεί η ικανότητα της Κομισιόν να δράσει εναντίον των Big Tech επιχειρήσεων, αντί για την κυβέρνηση της Ιρλανδίας όπου οι περισσότεροι κολοσσοί έχουν την έδρα τους. Πολλές χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία έχουν χάσει την υπομονή τους με την έλλειψη επιβολής των ευρωπαϊκών κανόνων GDPR από την ιρλανδική κυβέρνηση.
Το DSA αναμένεται να τεθεί σε ισχύ το 2024.
DMA και ανταγωνισμός
Το δεύτερο σκέλος της συμφωνίας των Ευρωπαίων υπουργών αποτελεί το DMA, το οποίο αποσκοπεί στην εξισορρόπηση της ψηφιακής οικονομίας και του περιορισμού της άκρατης επιρροής των τεχνολογικών κολοσσών.
Η νέα νομοθετική πρόταση θα επιβάλλει αριθμό απαγορεύσεων και υποχρεώσεων στις εταιρείες με το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς όπως Google, Amazon, Facebook, Apple και Microsoft.
Oι κολοσσιαίες αυτές επιχειρήσεις δε θα μπορούν να συγκεντρώνουν προσωπικά στοιχεία μέσω διαφορετικών πηγών ή να συνδυάζουν ψηφιακές υπηρεσίες. Οι χρήστες θα μπορούν, επίσης, να αφαιρούν τις προεγκατεστημένες εφαρμογές από προϊόντα τεχνολογίας που αγοράζουν.
Οι εταιρείες αυτές θεωρούνται «gatekeepers» ή «θυρωροί» της αγοράς. Η Κομισιόν θα χαρακτηρίζει «θυρωρούς» οποιεσδήποτε τεχνολογικές επιχειρήσεις έχουν κέρδη τουλάχιστον 6,5 δισ ευρώ την τελευταία τριετία στην Ευρώπη, και κεφαλαιοποίηση αγοράς τουλάχιστον 65 δισ ευρώ το τελευταίο έτος. Η εταιρεία θα πρέπει -επίσης- να έχει 45 εκατομμύρια χρήστες κάθε μήνα και πάνω από 10.000 εταιρικούς χρήστες κάθε χρόνο έτσι ώστε να χαρακτηριστεί ως gatekeeper.
Αν και οι κυβερνήσεις των δύο μεγαλύτερων ευρωπαϊκών οικονομιών της Γερμανίας και της Γαλλίας θεωρούν πως οι νέοι κανονισμοί αποτελούν κάτι το θετικό, η Ουάσινγκτον από την πλευρά της αντιτίθεται σθεναρά, δεδομένου πως οι κανόνες επηρεάζουν, ως επί το πλείστον, αμερικανικές εταιρείες.