Αποφασισμένη να διατηρήσει χαλαρούς τους κανόνες για τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος και το 2023, αλλά υπό προϋποθέσεις, εμφανίζεται η Κομισιόν, καθώς η ευρύτερη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας πιθανότατα δεν θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τότε.
Οι διαφωνίες μεταξύ Βορείων και Νοτίων φαίνονται αγεφύρωτες, ενώ οι όποιες ουσιαστικές μεταβολές στα όρια του ελλείμματος και του χρέους θα απαιτούσαν αλλαγή των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο πολιτικά.
Στο πλαίσιο αυτό, η Κομισιόν δίνει το στίγμα της ευελιξίας, με την τακτική που θα παρουσιάσει τον Μάρτιο σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για το έλλειμμα και το χρέος.
Με άλλα λόγια, οι κανόνες θα συνεχίσουν να ισχύουν, αλλά η εφαρμογή τους θα γίνει με ευελιξία, διότι στην πραγματικότητα θα ήταν αδύνατο να γίνει διαφορετικά χωρίς απότομες προσαρμογές και επιβολή αυστηρής λιτότητας σε αρκετές χώρες, που θα έπλητταν την οικονομική ανάκαμψη η οποία θεωρείται εξαιρετικά εύθραυστη μετά την πανδημία.
Οι δημοσιονομικοί κανόνες, οι λεγόμενοι και κανόνες της «λιτότητας», απαγορεύουν τα κρατικά ελλείμματα πάνω από 3% και βάζουν όριο για το δημόσιο χρέος το 60% του ΑΕΠ.
Το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί σε όλες τις χώρες μέλη, λόγω των δημοσίων δαπανών. Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή με χρέος που φτάνει το 207% του ΑΕΠ, ενώ πάνω από το 100% έχουν η Κύπρος, η Ιταλία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ισπανία. Το χρέος της Γερμανίας υπολογίζεται ότι θα διαμορφωθεί κοντά στο 70% το 2021.
Με βάση τον κανόνα του χρέους, κάθε χώρα που ξεπερνά το 60% θα έπρεπε να περικόπτει το 5% της διαφοράς ετησίως, κάτι πρακτικά ανέφικτο δεδομένης της συγκυρίας, αφού πολλές χώρες θα έπρεπε να δημιουργήσουν μεγάλα πλεονάσματα για να ανταποκριθούν.
Ο βαθμός αυστηρότητας στην εφαρμογή των κανόνων από την Κομισιόν έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, καθώς η χώρα μας προγραμματίζεται να αποδεσμευτεί από το καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας», στο οποίο υπάγεται μέχρι το επόμενο καλοκαίρι και, επομένως, θα μεταφερθεί σε καθεστώς εποπτείας του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως όλες οι χώρες μέλη.
Τα όρια για το έλλειμμα και το χρέος τέθηκαν αρχικά με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία εξελίχθηκε στο Σύμφωνο Σταθερότητας, με ένα πλέγμα κανόνων, εποπτείας και κυρώσεων, το οποίο έχει τεθεί σε αναστολή και πλέον συζητείται η αναθεώρησή του, καθώς όλες οι χώρες έχουν υπερβεί τα όρια λόγω δαπανών για την πανδημία.
Στο θέμα αυτό είχε αναφερθεί και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, σε συνέντευξή της στο γαλλικό κρατικό ραδιόφωνο, όπου είχε υπογραμμίσει ότι οι κανόνες θα επανέλθουν, αλλά όχι ως έχουν και περιέγραψε ένα πλαίσιο σταδιακής επαναφοράς σε δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία θα επιβάλλεται μέσα από «ερμηνείες» και «κατευθυντήριες γραμμές».
Με απλά λόγια, η ελαστικότητα στην ερμηνεία των κανόνων θα εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών, ύστερα από εισηγήσεις της Κομισιόν.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό ότι η Κομισιόν, που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία των κανόνων για τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος, δίνει ένα στίγμα ευελιξίας, δεδομένου ότι η απόσταση μεταξύ των χωρών μελών για το θέμα της αναμόρφωσης των κανόνων είναι μεγάλη.
Προ εβδομάδων ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, με κοινό τους άρθρο στους Financial Times είχαν ζητήσει αλλαγή των κανόνων, προκειμένου να επιτραπούν υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις, εκφράζοντας τη θέση πολλών χωρών του Νότου υπέρ της δημοσιονομικής χαλάρωσης.
Στον αντίποδα, ο νέος πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Γιόαχιμ Νάγκελ, έδωσε το δικό του στίγμα ζητώντας «απλούστερους, αλλά αυστηρότερους κανόνες», έτσι ώστε οι χώρες να δημιουργούν αποθέματα ασφαλείας και να μειώσουν το δημόσιο χρέος.