Nέα στρατηγικά projectς προετοιμάζονται από τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησηςγια να λειτουργήσουν μέσα στη χρονιά και αφορούν την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και του λαθρεμπορίου.
Για τους σχεδιασμούς αυτούς μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, ο διοικητής της ΑΑΔΕ είχε επαφές και ανταλλαγές απόψεων προ μηνός επί αμερικανικού εδάφους με σημαίνοντα στελέχη του φοροελεγκτικού μηχανισμού του IRS των ΗΠΑ, στο περιθώριο του οικονομικού forum Capital Link, το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη.
Σύμφωνα με το protothema.gr, σκοπός των αλλαγών που έρχονται στους φορολογικούς ελέγχους είναι η είσπραξη εσόδων από «ζωντανές» υποθέσεις της τελευταίας πενταετίας, ιδίως μετά τις τελευταίες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έθεσαν οριστικά πλέον την πενταετία ως όριο για την παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να ασκεί ελέγχους.
Στην κατεύθυνση αυτή, και σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η ΑΑΔΕ προχωρά στην κατάρτιση και χρηματοδότηση νέων μεθόδων αποκάλυψης της φοροδιαφυγής. Για το 2018 δρομολογούνται:
– Η ανάπτυξη των έμμεσων τεχνικών για εντοπισμό επιτηδευματιών που τηρούν ανακριβή φορολογικά βιβλία και αποκρύπτουν εισοδήματα.
– Η παρακολούθηση των ταμειακών ροών και των υπολοίπων των τραπεζικών καταθέσεων των φορολογουμένων.
– Η καθιέρωση λίστας κριτηρίων επικινδυνότητας και ελέγχου του φορολογικού προφίλ των ελεγχόμενων.
– Η αξιοποίηση της νέας βάσης πληροφοριών από στοιχεία που αποστέλλονται από τρίτες χώρες και τα διεθνή δίκτυα πληροφόρησης μέσω των διακρατικών συμφωνιών ανταλλαγής πληροφοριών.
– Η διάδοση και επέκταση της χρήσης των τεχνολογιών X-rays στα τελωνεία.
– Η ανάπτυξη λογισμικού για την ηλεκτρονική τιμολόγηση προϊόντων.
Δεδομένου ότι μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ μπήκαν στο αρχείο οι έλεγχοι για 200.000 υποθέσεις προ του 2011, στην ΑΑΔΕ δείχνουν αποφασισμένοι να επικεντρωθούν στους νέου τύπου ελέγχους.
Για το 2018 προγραμματίζεται και η online διασύνδεση της ΑΑΔΕ με την ΕΧΑΕ για την άντληση πληροφοριών, εκτός των καταθέσεων, και για τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια των φορολογουμένων.
Βάση των ελέγχων νέας γενιάς θα είναι ο εντοπισμός ύποπτων φοροδιαφυγής με τη χρήση των τεχνικών Ανάλυσης Ρευστότητας του φορολογούμενου (Source and Αpplication of Funds Method) στην οποία έχουν εντρυφήσει ιδιαιτέρως και με εντυπωσιακά αποτελέσματα οι ελεγκτές του IRS.
Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στη λογική ότι οποιαδήποτε υπέρβαση δαπανών σε σχέση με τα έσοδα ενός φορολογουμένου υποκρύπτει φοροδιαφυγή.
Στη λογική αυτή ο ελεγκτής προβαίνει σε ανάλυση ρευστότητας του ελεγχόμενου και προσδιορίζει από μόνος του το φορολογητέο εισόδημά του, αναλύοντας τα στοιχεία για όλα τα εισοδήματά του (φορολογητέα ή μη), τις αγορές και δαπάνες του (επαγγελματικές, προσωπικές και οικογενειακές), τα δάνεια και τις αυξήσεις ή μειώσεις των περιουσιακών στοιχείων του (ακίνητα, μετοχές κ.λπ.).
Ολα αυτά ελέγχονται ανά έτος, όπως επιτάσσουν και οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στη βάση αυτή, εντοπίζοντας δαπάνες που υπερβαίνουν τις φανερές πηγές εσόδων, ο πολίτης θα ελέγχεται από τη φορολογική διοίκηση για εισοδήματα που προκύπτει πως υπερβαίνουν τα δηλωθέντα κάθε χρονιάς.
Στην εξίσωση αυτή μπαίνουν έτσι δηλωθέντα έσοδα και δάνεια από τη μια και τα έξοδα για πληρωμές και αγορές από την άλλη.
Για τη διενέργεια της σύγκρισης αυτής η φορολογική διοίκηση θα μπορεί πλέον να αξιοποιεί και στοιχεία που συγκεντρώνει ανά ΑΦΜ για επενδύσεις (μετοχές, ακίνητα), για κινήσεις κεφαλαίων (μέσω τραπεζών) αλλά και για πάγιες ή άλλες δαπάνες του ελεγχόμενου (από ασφαλιστικές εταιρείες, λογαριασμούς ΔΕΚΟ, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, γυμναστήρια, δόσεις εξόφλησης χρεών σε Δημόσιο ή τράπεζες κ.λπ.).
Προσμετρώνται μάλιστα τόσο τα ατομικά στοιχεία του ελεγχόμενου όσο και της συζύγου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του.
Η τεχνική αυτή πάει μακρύτερα από την απλοϊκή σύγκριση τραπεζικών υπολοίπων με κινήσεις λογαριασμών που ήδη εφαρμόστηκε, η οποία αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα στην εφαρμογή της.
Mάλιστα θεωρείται αποτελεσματικότερη από στελέχη της φορολογικής διοίκησης ακόμα και από άλλες έμμεσες τεχνικές ελέγχου που έχουν θεσμοθετηθεί τα τελευταία χρόνια και σταδιακά μπαίνουν σε εφαρμογή.