Εν μέσω μιας πολιτικοοικονομικής καταιγίδας, την οποία συνθέτουν o υψηλός πληθωρισμός, οι ανακατατάξεις στην ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης, οι αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ και ‒ειδικά για την Ελλάδα‒ το ενδεχόμενο διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, η κυβέρνηση στοχεύει σταθερά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, .
Μετά την αλλαγή πορείας στη νομισματική πολιτική και τις αποφάσεις για την αύξηση των επιτοκίων, η ΕΚΤ πλέον σχεδιάζει ένα νέο εργαλείο για να στηρίξει όλο τον ευρωπαϊκό Νότο, και κυρίως την Ιταλία και την Ελλάδα, που είδαν τις αποδόσεις των ομολόγων τους πολύ πάνω από το 4%.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει ανακοινώσει από τον περασμένο Δεκέμβριο ένα ετήσιο δανειακό πρόγραμμα 12 δισ. ευρώ, το οποίο έχει εκτελέσει με προσεκτικές εκδόσεις μέχρι του ποσού των 4,65 δισ. ευρώ, ενώ έχει διαθέσιμα περίπου 39 δισ. ευρώ που καλύπτουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για περίπου 3 χρόνια.
Δύσκολα τα τελευταία μέτρα
Από την αρχή του χρόνου η Ελλάδα έχει πλέον απαλλαγεί από δύο βασικά μνημονιακά "βαρίδια": το χρέος των δανείων προς το ΔΝΤ, το οποίο αποπληρώθηκε τον Απρίλιο, και το ειδικό καθεστώς της "ενισχυμένης εποπτείας" με βάση την απόφαση του Eurogroup της περασμένης Πέμπτης. Και οι δύο κινήσεις δίνουν τον χαρακτήρα της απελευθέρωσης της χώρας από τις υποχρεώσεις της 8ετούς περιόδου των Μνημονίων και της οικονομικής κρίσης.
Ωστόσο, παρά τη γενικότερη αισιοδοξία, στελέχη του ΥΠΟΙΚ σημειώνουν ότι τα τελευταία μέτρα πριν από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι πάντα τα πιο δύσκολα. Μέχρι τώρα οι οίκοι αξιολόγησης βαθμολόγησαν καλά τη θετική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας από το χείλος της καταστροφής, όπου βρέθηκε το 201…., σε μια οικονομία η οποία, παρά το υψηλό χρέος, λειτουργεί πλέον κανονικά δίπλα στις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης. Τώρα οι οίκοι θα βαθμολογήσουν την Ελλάδα συγκρίνοντάς τη με άλλες οικονομίες που έχουν την επενδυτική βαθμίδα.
Οι 7 δείκτες
Η μεθοδολογία αξιολόγησης περνά από 7 κοινούς δείκτες, με βάση τους οποίους όλοι οι οίκοι αξιολόγησης (Moody’s, S&P Fitch, DBRS, Scope ) αναβαθμίζουν ‒ή υποβαθμίζουν‒ το αξιόχρεο κάθε χώρας ανεξάρτητα από την οικονομική συγκυρία. Συγκεκριμένα:
1. Τη συνετή διαχείριση του χρέους. Οι οίκοι αξιολόγησης θέλουν να βλέπουν ένα χρέος που μειώνεται. Η Ελλάδα έχει να επιδείξει χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ που αυξήθηκε το 2020 στο 206,3% λόγω της πανδημίας, το οποίο αναμένεται να μειωθεί σε δύο χρόνια εν μέσω μιας νέας κρίσης κατά 20,6%, στο 185,7% στο τέλος του χρόνου (όσο περίπου ήταν το 2019) και στο 180,4% το 2023. Οι αξιωματούχοι του ΥΠΟΙΚ θεωρούν ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν καταγράψει το θετικό προφίλ του ελληνικού χρέους. Το ότι, δηλαδή, έχει μέση περίοδο ωρίμανσης 21 χρόνια, ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω από 10% του ΑΕΠ έως το 2030 και, κυρίως, ότι το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών έχει κατ’ αναλογία τα υψηλότερα αποθέματα σε ρευστό (39 δισ. ευρώ) για να καλύψει έκτακτες συνθήκες, όπως η αρχή της περιόδου αύξησης επιτοκίων που διανύουμε σήμερα.
2. Τη συνεχή επαφή με τις αγορές. Οι οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούν και την εμπιστοσύνη των αγορών για κάθε χώρα. Δηλαδή την ικανότητα να μπορεί να δανείζεται με ευνοϊκά επιτόκια από τις αγορές χρήματος. Και σε αυτόν τον τομέα η Ελλάδα έχει καλό βαθμό με το προηγούμενο του 2021, όπου τα επιτόκια δανεισμού βρέθηκαν σε ιστορικά χαμηλά από την ένταξη της χώρας του ευρώ, παρά τους συγκυριακούς παράγοντες, όπως η συμμετοχή της χώρας κατ’ εξαίρεση στο PEPP. Η αύξηση των αποδόσεων από το τέλος του 2021, που κορυφώθηκε τον τελευταίο καιρό, θεωρείται ότι είναι εξηγήσιμη. Δεν οφείλεται σε κακή διαχείριση της Ελλάδας, αλλά σε εξελίξεις που επηρεάζουν όλη την Ευρώπη. Αυτό είναι γνωστό και τους οίκους αξιολόγησης.
4. Διατηρήσιμη ανάπτυξη. Ένα στοιχείο που πείθει τους οίκους αξιολόγησης ότι τα πράγματα για μια χώρα "πάνε καλά" είναι η υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η Ελλάδα είχε μεγάλη ανάκαμψη το 2021, με ανάπτυξη που έφτασε το 8,3%. Φέτος η επίσημη πρόβλεψη είναι για ανάπτυξη 3,1%, αλλά η οικονομική μεγέθυνση του 7% για το πρώτο τρίμηνο προοιωνίζεται, σύμφωνα με πηγές του ΥΠΟΙΚ, υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, παρά τη δυσμενή διεθνή συγκυρία, ενώ το 2023 η επίσημη πρόβλεψη θέλει ανάπτυξη 4,8%. Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν επισημάνει τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας, λόγω των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, την ανάκαμψη του τουρισμού αλλά και τη μεγάλη αύξηση σε εξαγωγές και επενδύσεις. Επίσης, έχουν επισημάνει την προσπάθεια μείωσης των φόρων και την αύξησης εξωστρέφειας της οικονομίας από τη σημερινή κυβέρνηση.
5. Υγεία χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μεγάλη σημασία δίνουν οι οίκοι αξιολόγησης στην υγεία και τη σωστή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτό το πεδίο είναι το υψηλό ποσοστό των κόκκινων δανείων και η χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών, η οποία εξαρτάται έως τώρα από αναβαλλόμενη φορολογία. Το οικονομικό επιτελείο έχει να παρουσιάσει τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων από το 40,3% το 2019 στο 12% στο τέλος του 2021, με προοπτική να μειωθούν σε μονοψήφιο ποσοστό έως το τέλος του 2022. Παραμένει, όμως, το πρόβλημα ότι, παρά την αφαίρεσή τους από τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών μέσω του προγράμματος "Ηρακλής", τα κόκκινα δάνεια συνεχίζουν να βαρύνουν την πραγματική οικονομία. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να υπάρξουν ουσιαστικές προσπάθειες οριστικής εκκαθάρισής τους, μέσω του νέου πτωχευτικού κώδικα.
6. Πολιτική σταθερότητα. Ένα ακόμα κρίσιμο θέμα για τους οίκους αξιολόγησης είναι η σταθερότητα και η συνέχεια της οικονομικής πολιτικής. Όσο πλησιάζουμε στον τελευταίο χρόνο της θητείας της κυβέρνησης, σχετικές συζητήσεις εκπροσώπων των οίκων αξιολόγησης με κορυφαία στελέχη του ΥΠΟΙΚ γίνονται όλο και περισσότερες. Οι εκπρόσωποι των οίκων αξιολόγησης ζητούν να μάθουν όχι ακριβώς τον χρόνο των εκλογών, αλλά κυρίως για τις πιθανότητες αλλαγής πολιτικής από μια νέα κυβέρνηση. Οι εκλογές, ως διαδικασία, ενδιαφέρουν μόνο σε ό,τι αφορά τον λεγόμενο εκλογικό κύκλο. Τούτο διότι παραδοσιακά στην Ελλάδα κατά την προεκλογική περίοδο η οικονομική πολιτική επικεντρώνεται κυρίως σε παροχές μέσω επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Η ανησυχία για τον εκλογικό κύκλο είναι τώρα μεγαλύτερη, καθώς αυτήν τη φορά οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αντιληφθεί ότι είναι μεγάλη η πιθανότητα να έχουμε διπλή εκλογική αναμέτρηση, αφού είναι αμφίβολο αν η πρώτη αναμέτρηση, που θα γίνει με απλή αναλογική, θα μπορέσει να εκλέξει σταθερή κυβέρνηση.
7. Διεθνές περιβάλλον. Μέσα στα κριτήρια των οίκων αξιολόγησης βρίσκεται και το διεθνές περιβάλλον της κάθε χώρας, αφού καθορίζει κατά ένα μέρος και την πορεία της οικονομίας. Για την Ελλάδα, σημαντική είναι η πορεία της Ευρωζώνης, ως βασικού εμπορικού εταίρου της χώρας. Μέχρι τώρα, με βάση την Κομισιόν, η Ε.Ε. θα παραμένει σε τροχιά ανάπτυξης, παρά την επιβράδυνση που θα υπάρξει λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Σε ό,τι αφορά το στενό διεθνές περιβάλλον, και ειδικότερα τις τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία, με βάση μαρτυρίες αξιωματούχων του ΥΠΟΙΚ, οι οίκοι αξιολόγησης δεν φαίνεται να ανησυχούν. Τούτο διότι Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Με αυτό το δεδομένο, το ενδεχόμενο πολέμου είναι πολύ χαμηλό, αφού η συμμαχία θα παρέμβει για να σταματήσει μια εκτεταμένη σύρραξη, που θα πλήξει τις οικονομίες των δύο χωρών.
Γιατί χρειαζόμαστε την επενδυτική βαθμίδα
"Αν είχαμε σήμερα επενδυτική βαθμίδα, οι αποδόσεις μας θα ήταν χαμηλότερες από αυτές της Ιταλίας. Θα ήμασταν πιο κοντά στην Ισπανία και την Πορτογαλία", τονίζει αρμόδια πηγή του ΥΠΟΙΚ που παρακολουθεί από κοντά την πορεία των ελληνικών ομολόγων.
Η ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ-) θα ανοίξει διάπλατα την πόρτα σε "συντηρητικούς" επενδυτές, όπως τα ασφαλιστικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες που επενδύουν σε ομόλογα για αποταμίευση. Συνεπώς, οι αποδόσεις θα πέσουν αυτόματα, εξηγεί η ίδια πηγή, ενώ και οι αγορές θα τιμολογήσουν ξανά τα ελληνικά ομόλογα, που θα είναι ακόμα περισσότερο εμπορεύσιμα. Με χαμηλότερες αποδόσεις, το στοκ του κρατικού δανεισμού θα αρχίσει να μειώνεται, κάνοντας όλο και πιο άνετη την αποκλιμάκωση του χρέους.
Ένα δεύτερο κέρδος θα είναι στη ρευστότητα των τραπεζών. Τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου θα γίνονται αποδεκτά ως εγγυήσεις από την ΕΚΤ, χωρίς την έκπτωση κατά 35%-40% επί της ονομαστικής τιμής τους που έχουν σήμερα.
Τέλος, η Ελλάδα, σε περισσότερο συμβολικό επίπεδο, θα μπορεί να σταθεί δίπλα στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, χωρίς ειδικές εξαιρέσεις που ισχύουν σήμερα.