Συμπληρώνεται σχεδόν ένας μήνας από τις Βουλευτικές Εκλογές που σημαδεύτηκαν από την μεγάλη νίκη της Νέας Δημοκρατίας που συνοδεύτηκε από την πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί αναλυτές, δημοσιογράφοι, δημοσιολόγοι αναρωτιούνται αν ήταν περισσότερο μια καταλυτική επικράτηση της Ν.Δ ή μια στρατηγικής ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Λάθος προσέγγιση. Συνέβησαν ταυτόχρονα και τα δύο, μάλιστα το ένα τροφοδότησε το άλλο. Από την μια ο Κ. Μητσοτάκης έπεισε ως διαχειριστής σοβαρών κρίσεων και με τον συνολικό απολογισμό του, όπως και με την συνέπεια λόγων και έργων, το αφήγημα για το μέλλον. Εξέφρασε την λαϊκή βούληση για σταθερότητα, νέους αναπτυξιακούς δρόμους, καλύτερη ζωή.
Από την άλλη υπήρχε ένα λαϊκίστικο κόμμα μιας περίεργης εκδοχής της αριστεράς που συμπεριλάμβανε από πρώην πασόκους μέχρι τον κορμό των δυνάμεων των ΑΝΕΛ και τον Αντώναρο που δεν τους συνέδεε τίποτα άλλο από την ισοπέδωση, την έλλειψη λογικής και τον λαϊκισμό. Ένα κόμμα που δεν κατάλαβε τίποτα από τις βαριές ήττες του 2019 και συνέχισε να πορεύεται σαν να βρίσκεται κάπου εκεί στο 2012, όταν κάτω και πάνω πλατεία φαινόταν να επικοινωνούν με το ψέμα, το μίσος, τον ακτιβισμό της βίας και τον διχασμό. Εδώ βρίσκεται κάπου και η αιτία του bonus που πήρε ο ήδη ευρισκόμενος με σταθερό προβάδισμα από το 2016 Κ. Μητσοτάκης.
Δεν υπήρχε αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Ουσιαστικά πορευθήκαμε σε εκλογές στις οποίες υπήρχε μια πρόταση διακυβέρνησης. Δεκατρία χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, ένας κύκλος ολοκληρώθηκε και η Νέα Δημοκρατία επέστρεψε στα παραδοσιακά ποσοστά που είχε πριν από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως τελευταίο πολιτικό αποτύπωμα της εποχής των Μνημονίων φαίνεται μοιραία να κλείνει τον κύκλο της κρίσης.
Αν πάντως κάτι προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση σ΄αυτή την συζήτηση, είναι ότι λιγότερο από όλους φαίνεται μέχρι στιγμής τουλάχιστον να απασχολεί στον δημόσιο διάλογο τα στελέχη του μεγάλου ηττημένου, του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ συζητάνε ένα μήνα τώρα για διαδικασίες και πάλι διαδικασίες, δεν γίνεται καμία ουσιαστική αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος, δεν δίνεται καμία εξήγηση για το πως έχασαν 14%, δηλαδή περίπου 850.000 ψηφοφόρους. Ακόμα και οι υποψήφιοι Πρόεδροι δείχνουν να αποφεύγουν την συζήτηση. Σαν να την θεωρούν επικίνδυνη.
Ίσως και να είναι, όπως συχνά είναι η αλήθεια. Το πρόβλημα είναι ότι αν δεν δεις πως έγινες ο συνήθης loser με πέντε μεγάλης έκτασης ήττες σε τέσσερα χρόνια, αδυνατείς να κατανοήσεις τις προσαρμογές που πρέπει να κάνεις και επομένως οδηγείσαι μέσα σε ένα φαύλο κύκλο αδιεξόδων. Είναι «επικίνδυνο» γιατί:
– Θα πρέπει να δεχτείς ότι είσαι ένα προϊόν της κρίσης. Γιατί ήταν οι συνθήκες του 2012 που είχαν σηκώσει το κύμα της λαϊκής οργής, στο οποίο ο Αλέξης Τσίπρας σέρφαρε και οδηγήθηκε στην εξουσία. Τότε που οι αγανακτισμένοι συγκεντρώνονταν έξω από τη Βουλή κι έλεγαν ότι ακόμα κι έναν τυχαίο από τον δρόμο να έπαιρναν, θα ήταν καλύτερος πρωθυπουργός. Τότε που η οργή περίσσευε και δεν υπήρχε ο φόβος του ρίσκου γιατί αισθάνονταν ότι τα είχαν χάσει όλα. Σήμερα όμως δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες συνθήκες εκείνης της κρίσης, όσο και αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει ότι υπάρχουν, περιγράφοντας μια δυστοπική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας που δεν υπάρχει. Αδυνατεί να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και κυρίως αδυνατεί να αφουγκραστεί την κοινωνία.
– Θα πρέπει να δεις καθαρά , ότι το πολιτικό στίγμα του Αλέξη Τσίπρα έχει εδώ και καιρό περιοριστεί σε έναν απολίτικο «αντιμητσοτακισμό» και σχεδόν τίποτα παραπάνω. Αυτό αποτέλεσε και κριτήριο για την επιλογή κάποιων υποψηφίων βουλευτών. Αρκεί να βρίζεις τον Μητσοτάκη για να γίνεις δεκτός στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα. Δεν υπήρχε κανένα ιδεολογικό- πολιτικό – προγραμματικό πλαίσιο σύγκλισης των πιο διαφορετικών δυνάμεων. Του έφταιγαν η πραγματικότητα, η κοινωνία που δεν καταλαβαίνει, οι δημοσιογράφοι, οι δημοσκοπήσεις, ο λαός. Αυτοί ως αριστεροί έχουν εκ των πραγμάτων έχουν δίκιο, άρα όλοι οι υπόλοιποι έχουν άδικο, φταίνε που δεν βλέπουν την αλήθεια.
– Θα πρέπει να δεχτεί ότι επί τέσσερα χρόνια δεν κατάφερε να πείσει ότι μπορεί να είναι καλύτερος από τον «ακροδεξιό», «νεοφιλελεύθερο» πρωθυπουργό της «χειρότερης κυβέρνησης» που ενδιαφέρεται μόνο για τους λίγους και όχι για τους πολλούς, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της.
– Γιατί θα πρέπει να αποδεχτούν, ότι επιθετική και τοξική ρητορική, αντί θετικής πολιτικής πρότασης, έκαναν ζημιά, όπως και τα υβριστικά και ακραία συνθήματα κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη αντί μιας πολιτικής κριτικής.
– Γιατί θα πρέπει να αποδεχτείς ότι από το 2019 οπότε και δέχτηκες μια μεγάλη ήττα με 8.5% διαφορά, ο Α. Τσίπρας δεν μπόρεσε ως παντοδύναμος αρχηγός να προωθήσει αλλαγές στο κόμμα, στην πολιτική αντίληψη και στο ύφος της αντιπολιτευτικής πολιτικής. Δεν του έφταιγαν άλλοι ή μπορεί και να έφταιγαν εν μέρει. Ωστόσο την κύρια ευθύνη την είχε ο ίδιος, αφού εν τέλει βασικός εκφραστής της τοξικότητα και του λαϊκισμού, της ροπής προς την ισοπέδωση ήταν ο ίδιος. Ο ίδιος ήταν μέρος των παλιών υλικών του οικοδομήματος. Δεν μπορούσε να αντλήσει από κάπου έμπνευση, έπρεπε να ξεπεράσει τον ίδιο του τον εαυτό για να το κάνει και αποδείχτηκε ότι δεν μπόρεσε να το κάνει.
Αν αυτά ισχύουν, πράγματι η συζήτηση είναι « επικίνδυνη» και γι αυτό την αποφεύγουν. Είναι ένας πολιτικός στουθοκαμηλισμός που οδηγεί σε νέες περιπέτειες τον ΣΥΡΙΖΑ. Κακά τα ψέματα. Όποιος και αν εκλεγεί Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, αφού δεν θα υπάρχει συλλογική άποψη για τα αίτια των αλλεπάλληλων ηττών και επομένως και νέο πολιτικό σχέδιο, νέα αντίληψη, δεν θα μπορέσει να οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ από την κρίση. Θα αναλωθεί ανακυκλώνοντας τις ίδιες απόψεις, υπερασπιζόμενος ένα προβληματικό παρελθόν, δεν θα δίνει προοπτική. Αν συνεχίσουν έτσι στον ΣΥΡΙΖΑ, οι επόμενοι μήνες, το επόμενο διάστημα θα είναι πολύ δύσκολα για αυτούς.