Οι αγρότες στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ολλανδία έχουν ξεσηκωθεί. Στη Γαλλία,οι διαμαρτυρίες έχουν και μια νεκρή αγρότισσα 35 ετών. Πολλοί από αυτούς που διαμαρτύρονται, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ενεργειακού κόστους, αλλά και υψηλών δαπανών που συνεπάγονται οι αποκαλούμενες «πράσινες πολιτικές».
Αυτές οι τελευταίες, κατά τον Α.Ρουσώ, πρόεδρο της μεγαλύτερης γαλλικής Αγροτικής Ομοσπονδίας (FNSEA), είναι αποτέλεσμα της ασχετοσύνης και της τεχνοκρατικής αντίληψης οικολόγων τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που όπως λέει, σίγουρα ποτέ δεν επισκέφθηκαν μια γεωργική-κτηνοτροφική παραγωγική μονάδα. Επιχειρούν έτσι να αντιμετωπίσουν την περίφημη κλιματική αλλαγή με ιδεοληπτικά κριτήρια και όχι με δεδομένα της πραγματικότητας.Με αποτέλεσμα, να οδηγούν το κόστος της πρωτογενούς παραγωγής στα ύψη, χωρίς να υπολογίζουν ποιος θα το πληρώσει και πώς.
Από την άλλη μεριά, οι ισχυρές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που συμμετέχουν ενεργά στη λήψη μέτρων σχετικών με την αγρό-κτηνοτροφική παραγωγή και την διακίνηση της, «υποτιμούν τον αγροτικό κόσμο, κοροϊδεύουν τις αξίες του, τον θεωρούν ασύμβατο με την περίφημη ψηφιακή εποχή και τον παραμερίζουν από το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Πρόκειται για ολέθριες αντιλήψεις, που υποδηλώνουν ότι κάποτε όλη η ανθρωπότητα θα σιτίζεται με χάπια»,τονίζει ο Νικλαας βαν Νταΐκ, Ολλανδός αγρότης και συνεταιριστής.
Αυτές είναι οι πιο σημαντικές σκέψεις που εκφράζονται και από πολλούς άλλους αγρότες στις χώρες που προαναφέραμε, οι οποίοι θεωρούν ότι εκ προθέσεως οδηγούνται στην εξαφάνιση τους. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Α.Ρουσώ δηλώνει ότι σήμερα το γαλλικό αγροτικό κίνημα δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε καμία περίπτωση αν δεν αποκατασταθεί η… αξιοπρέπειά του.
Ως φαίνεται δε, οι Γάλλοι αγρότες τουλάχιστον, είναι αποφασισμένοι να φθάσουν στα άκρα.
Δεν είναι όμως μόνον οι αγρότες που ανησυχούν και προβληματίζονται στην αγροδιατροφική αλυσίδα. Μεγάλος εκνευρισμός επικρατεί και στη βιομηχανία τροφίμων.
Ένας κλάδος που όπως αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα, είναι και το εύκολο εξιλαστήριο θύμα σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων,κλιματικών κρίσεων και εισοδηματικής αβεβαιότητας. Βέβαια για την ελληνική κυβέρνηση και τη δημοτικότητα της, είναι πολύ πιο εύκολο και επικοινωνιακά αποτελεσματικό να επιβάλλει πρόστιμα σε θυγατρικές πολυεθνικών επιχειρήσεων, τα περισσότερα από τα οποία θα καταπέσουν, παρά να εξετάζει την μηδενική πρόοδο στην εγχώριο παραγωγικότητα, που είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ και η πιο σοβαρή πηγή κρίσεων και στρεβλώσεων στην οικονομία.Συμπεριλαμβανόμενου και του πληθωρισμού.
Είναι σαφώς ευκολότερο να πιπιλίζεται η καραμέλα της αισχροκέρδειας οργανωμένων επιχειρήσεων, παρά να προωθούνται ο οικονομικός αλφαβητισμός για παράδειγμα και μια βαθειά μεταρρύθμιση του κράτους. Σε μια περίοδο μάλιστα όπου στην ουσία η κυβέρνηση δεν έχει φερέγγυο και ισχυρό αντίπαλο.
Όλα αυτά όμως,δυστυχώς, δεν εντάσσονται στη λογική του πολιτικού μάρκετινγκ και της συναφούς με αυτό πολιτικής επικοινωνίας,δύοταλσεις που είναι κυρίαρχες στον κυβερνητικό σχηματισμό.
Προς όφελος του φτηνού θεάματος έτσι, τα βαθύτερα και σοβαρότερα προβλήματα της οικονομίας παραμερίζονται, με την ενδόμυχη σκέψη ότι σε κάποια φάση θα είναι επωφελέστερο να αφεθούν στους άλλους. Στο ενδιάμεσο όμως, για μια ακόμη φορά διασύρεται και δαιμονοποιείται ο παραγωγικός ιστός της χώρας, με τον νέου τύπου κρατισμό να είναι πανταχού παρών και να γνωρίζει όντως καλύτερες ημέρες.