Ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός που ζούμε εδώ και περίπου έναν χρόνο και έφτασε τον Ιούλιο το 11,6%, έχει μειώσει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων μας και συμπιέζει το ΑΕΠ λόγω των αυξημένων σε αξία εισαγωγών σε καύσιμα και πρώτες ύλες. Ωστόσο έχει και κάποιες, λίγες, θετικές πλευρές.
Βελτιώνει σημαντικά, χωρίς δημοσιονομική προσπάθεια, το κρίσιμο για την Ελλάδα μέγεθος του χρέους και το έλλειμμα, ενώ δίνει περιθώρια για να υπάρξουν μέτρα στήριξης όπως αυτά που έρχονται το φθινόπωρο, τα οποία αντισταθμίζουν μέρος από τις αρνητικές συνέπειες στα εισοδήματα, αναφέρει το capital.gr.
Το σοκ που υπέστησαν νοικοκυριά και επιχειρήσεις με την απότομη άνοδο των τιμών των καυσίμων, από το τελευταίο τρίμηνο του 2021, οφείλεται στην οικονομική κρίση που βίωσε η Ελλάδα, η οποία από το 2012 και μετά οδήγησε σε αρνητικά επίπεδα πληθωρισμού για περίπου 10 χρόνια. Ακόμη και μετά το τέλος των μνημονίων, το 2019, ο μέσος πληθωρισμός ήταν αρνητικός. Το 2020 ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός ήταν -1,2%. Το 2021 λόγω της αναστροφής της τάσης από τα μέσα του χρόνου, ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση έφτασε το 1,2%. Το 2022, ο πληθωρισμός ήταν τον Ιανουάριο 6,2% και έξι μήνες αργότερα διπλασιάστηκε φτάνοντας στο 12,1% τον Ιούνιο, όσο δηλαδή ήταν στα μέσα της 10ετίας του '90 όταν νόμισμα ήταν η δραχμή, αν και τον Ιούλιο υποχώρησε στο 11,6% Την ίδια ώρα εκτός από τις μειώσεις φόρων (ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος) που αυξάνουν αναλογικά τα εισοδήματα, οι μισθοί του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, έμειναν αμετάβλητοι με εξαίρεση τη διπλή αύξηση του κατώτερου μισθού κατά 9% από την αρχή του χρόνου. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η άνοδος του πληθωρισμού πιέζει περισσότερο τα εισοδήματα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε.
Σε μια προσπάθεια να α αντισταθμίσει τις απώλειες η κυβέρνηση έχει δρομολογήσει ένα γενναίο πακέτο μέτρων στήριξης που έχουν φτάσει μέχρι στιγμής τα 8,5 δισ. ευρώ σε μια προσπάθεια να μετριάσει τις αρνητικές συνέπειες από τις υψηλές τιμές και προετοιμάζει και νέο πακέτο μέτρων για το φθινόπωρο.
Ο πληθωρισμός δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο
Το περιθώριο για αυτά τα μέτρα στήριξης δίνει το γεγονός ότι πλέον τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού είναι "πληθωρισμένα" ενώ οι δαπάνες του κράτους, τουλάχιστον οι ανελαστικές όπως είναι οι μισθοί και οι συντάξεις, είναι "αποπληθωρισμένες". Με πιο απλά λόγια, η υπέρβαση των εσόδων κατά 1 δισ. ευρώ στους έμμεσους φόρους, που καταγράφεται για το πρώτο εξάμηνο του χρόνου, οφείλεται στις υψηλότερες τιμές προϊόντων (είτε αυτά είναι καύσιμα, είτε είναι τρόφιμα, είτε είναι υπηρεσίες) στις οποίες επιβάλλεται η φορολογία.
Ακόμη και τα έσοδα από τον τουρισμό είναι και αυτά "πληθωρισμένα", αφού στην αύξηση τζίρου κατά 6-7 δισ. ευρώ που αναμένουμε για φέτος σε σχέση με το 2021 θα πρέπει να υπολογιστεί και ένα ποσοστό περίπου 8% από την αύξηση των τιμών των καταλυμάτων και των συναφών δραστηριοτήτων λόγω πληθωρισμού.
Από την άλλη πλευρά οι μισθοί του Δημοσίου και οι συντάξεις παραμένουν στα επίπεδα που είχαν και το 2019. Το ίδιο και οι δαπάνες για επιχορηγήσεις και οι αποδόσεις πόρων προς τους ΟΤΑ.
Τα αυξημένα δημόσια έσοδα που ενσωματώνουν και τον πληθωρισμό μείον τις δαπάνες διαμορφώνουν τον επιπλέον δημοσιονομικό χώρο που απαιτείται για να συνεχιστεί η στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων για όσο χρειαστεί. Όλα αυτά, βέβαια, χωρίς να αλλάζει ο βασικός δημοσιονομικός στόχος που θέλει το πρωτογενές πλεόνασμα να μειώνεται στο 2% του ΑΕΠ από το 5% του ΑΕΠ που είχε φτάσει στο τέλος του 2021.
Μικρότερο χρέος και έλλειμμα
Μια δεύτερη θετική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού είναι η έμμεση μείωση μεγεθών όπως το χρέος και το έλλειμμα τα οποία καταγράφονται μικρότερα ως ποσοστό του ΑΕΠ χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Πρώτη θετική επίδραση στο ύψος του χρέους και του ελλείμματος είχαμε το 2021 όταν για πρώτη φορά μετά από 9 χρόνια ο ετήσιος πληθωρισμός ήταν θετικός. Το όφελος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο φέτος. Ο πληθωρισμός και η υψηλότερη ανάπτυξη αναμένεται να οδηγήσουν το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ κάτω από το 180,2% που προβλέπει το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης που έχει σταλεί στις Βρυξέλλες από το τέλος του περασμένου Απριλίου. Την ίδια επίδραση θα έχει ο πληθωρισμός και στο μέγεθος του ελλείμματος, το οποίο θα είναι μικρότερο από το 2% του ΑΕΠ που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Η επίδραση σε χρέος και έλλειμμα θα είναι μεγαλύτερη φέτος, καθώς και ο ίδιος ο πληθωρισμός αναμένεται σε ετήσια βάση να φτάσει κοντά στο 8%. Οι νέες προβλέψεις θα ενσωματωθούν στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2023-2026 το οποίο αναμένεται το ΥΠΟΙΚ να οριστικοποιήσει και να στείλει στις Βρυξέλλες μέσα στον επόμενο μήνα.
Το έλλειμμα τρεχουσών
Κάπου εδώ τελειώνουν τα όποια θετικά του υψηλού πληθωρισμού και αρχίζουν τα αρνητικά. Εκτός από το προφανές, δηλαδή τη σημαντική μείωση της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων, οι συνεχείς ανατιμήσεις έχουν βαριές επιπτώσεις και στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν αλλά και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το ΑΕΠ όσο μεγαλύτερες σε αξία είναι οι εισαγωγές τόσο μεγαλύτερη είναι η μείωσή του. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι εισαγωγές για το εξάμηνο Ιανουαρίου Ιουνίου ήταν αυξημένες κατά περίπου 51,1%, φτάνοντας το 2022 τα 43,6 δισ. ευρώ από 28,86 δισ. ευρώ το 2021. Μόνο για καύσιμα η χώρα πλήρωσε το εξάμηνο περίπου 7 δισ. ευρώ περισσότερα από πέρσι, δηλαδή έχασε ένα ποσό που ισοδυναμεί με το 2,6% του ΑΕΠ της. Στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας τη μεγάλη εικόνα δίνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που δημοσιοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδας. Με βάση τα τελευταία στοιχεία το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαΐου εκτοξεύτηκε στα 10-12 δισ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση μεγαλύτερη από 4 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το έλλειμμα ύψους 6,07 δισ. ευρώ που είχε καταγραφεί το ίδιο διάστημα του 2021. Χαρακτηριστικό είναι ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι περίπου ίδιο με το κόστος των εισαγωγών καυσίμων που έφτασε στο πεντάμηνο στα 10,17 δισ. ευρώ. Η μόνη ελπίδα να συγκρατηθεί το έλλειμμα τρεχουσών βρίσκεται στον τουρισμό ο οποίος για το πεντάμηνο είχε αυξήσει το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών κατά περίπου 2 δισ. ευρώ.