Τα προβλήματα με την ενεργειακή επάρκεια, σε συνδυασμό με την εμμονή του πληθωρισμού σε πολύ υψηλά επίπεδα σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και μεγάλης οικονομικής επιβράδυνσης πανευρωπαϊκά, συνιστούν τον δύσκολο χειμώνα του 2022-2023, για τον οποίο καλείται η κυβέρνηση να σχεδιάσει μέτρα στήριξης που θα ανακοινώσει τις επόμενες μέρες.
Κομβικό θέμα για αυτόν τον χειμώνα η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, όχι μόνο στον βαθμό που το φυσικό αέριο αυξάνει τον πληθωρισμό, αλλά και σε επίπεδο επάρκειας εφοδιασμού. Η Αθήνα εκτιμά ότι, παρότι οι επιπτώσεις του υβριδικού πολέμου που διεξάγει η Μόσχα στην Ευρώπη είναι πλέον παραπάνω από ορατές, μια κοινή ευρωπαϊκή λύση για να συγκρατηθεί το ράλι της τιμής του φυσικού αερίου είναι μεν πιθανή, αλλά δεν είναι δεδομένη, αναφέρει το capital.gr. Επίσης, όποια λύση και αν υιοθετηθεί, δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα για τον φετινό χειμώνα. Παρότι τα κοινοτικά όργανα δεν έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους για το σχέδιο επιβολής πλαφόν στο φυσικό αέριο, είναι δεδομένο ότι σε αυτήν τη φάση δεν υπάρχουν ιδανικές λύσεις. Αν, για παράδειγμα, το πλαφόν επιβληθεί στη διάθεση του αερίου στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να φτάνει φθηνότερη στον καταναλωτή, τότε τα κράτη-μέλη θα χρειαστεί να επωμιστούν ένα υψηλό δημοσιονομικό κόστος για να συγκρατήσουν τις όλο και αυξανόμενες τιμές του φυσικού αερίου. Μια τέτοια λύση θα απέκλειε την Ελλάδα και τις άλλες χώρες με υψηλό χρέος (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να συμμετέχουν. Για τον λόγο αυτό, θα έπρεπε να προχωρήσουν έτσι και να παραμείνουν σε εθνικές πολιτικές, για να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η Αθήνα προετοιμάζει ήδη ένα νέο πακέτο μέτρων στήριξης, το οποίο ξεπερνά χρονικά το τέλος του 2022 και θα ανακοινωθεί την επόμενη εβδομάδα από τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη. Το πακέτο αυτό έχει ως πρώτο στόχο να απορροφά σε σταθερή βάση έως και το 90% των αυξήσεων στα τιμολόγια του ρεύματος. Από το ΥΠΟΙΚ θεωρούν ότι οι ανατιμήσεις του φυσικού αερίου, που εκτοξεύουν στα ύψη και τα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος, δημιουργούν δευτερογενείς επιδράσεις, με συνεχείς ανατιμήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες. Το ίδιο πακέτο αντιμετωπίζει και το πρόβλημα των υγρών καυσίμων, με επιδοτήσεις για τα καύσιμα κίνησης (fuel pass) ή και τα καύσιμα θέρμανσης μέσω του σχετικού επιδόματος θέρμανσης και άλλου ενός εκτάκτου βοηθήματος για περίπου 2.000.000 πολίτες.
Το πρόβλημα της επάρκειας ενέργειας
Αν, πάλι, η επιβολή πλαφόν επιβληθεί στις τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου από τα σύνορα της Ε.Ε., είναι βέβαιο ότι η Μόσχα θα κλείσει τελείως τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, όπως διαμήνυσαν, άλλωστε, εκπρόσωποι της ρωσικής κυβέρνησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ε.Ε. θα διολισθήσει σε μια έλλειψη ενεργειακής επάρκειας. Τούτο με δεδομένο ότι οι μέχρι τώρα προσπάθειες να αναπληρωθούν τα 154 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου που καταναλώνει η Ε.Ε. από εναλλακτικούς παρόχους δεν είχαν επιτυχία. Κάτι τέτοιο, εκτός από τις προφανείς συνέπειες που θα έχει στην καθημερινότητα των νοικοκυριών, θα επηρεάσει και την οικονομική δραστηριότητα στις βόρειες χώρες, επιβεβαιώνοντας τα σενάρια περί επικείμενης ύφεσης για την Ευρωζώνη. Επιπλέον, σε πιο πρακτικό επίπεδο, αν η προαιρετική εξοικονόμηση κατά 15% που αποφασίστηκε πανευρωπαϊκά δεν αποδώσει και οι μεγάλες οικονομίες, λόγω έλλειψης ενεργειακών πόρων, αναγκαστούν να μπουν σε ένα "δελτίο ενέργειας", θα είναι δύσκολο να το αποφύγουν τελείως και οι μικρότερες χώρες, όπως η Ελλάδα.
Η εμμονή του πληθωρισμού
Με τα φώτα να στρέφονται στην ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης σε φυσικό αέριο, όσο θα προχωρά το φθινόπωρο και ο χειμώνας, όταν η κατανάλωση θα αυξηθεί λόγω καιρικών συνθηκών, ο πληθωρισμός θα περάσει σε δεύτερη μοίρα, αφού θα υπάρξει μια "τεχνική" αποκλιμάκωση λόγω υψηλής βάσης πληθωρισμού.
Ωστόσο θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και τον επόμενο χρόνο. Ο μέσος πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί στο 8,5%-9% το 2022 και τον επόμενο χρόνο αναμένεται να υποχωρήσει στην περιοχή του 4,5%. Πέρα από τη μείωση, η οποία θα είναι περισσότερο τεχνική παρά ουσιαστική, μια τέτοια εξέλιξη προαναγγέλλει συνέχεια στις ανατιμήσεις ενεργειακών προϊόντων και τροφίμων και τον επόμενο χρόνο. Οι τιμές θα είναι ψηλότερες από σήμερα, όπως και η πίεση στο οικογενειακό εισόδημα. Η πίεση αυτή, με τη σειρά της, θα γεννά την ανάγκη για νέα μέτρα στήριξης και, άρα, νέες πιέσεις για τον Προϋπολογισμό του 2023.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να μετριάσει την πίεση για την αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος με μόνιμες παρεμβάσεις μείωσης φόρων, όπως την κατάργηση του ειδικού τέλους αλληλεγγύης και για τα εισοδήματα του δημόσιου τομέα, τις αυξήσεις σε 1.000.000 συνταξιούχους που δεν έχουν προσωπική διαφορά και την πληρωμή αναδρομικών για τις περικοπές σε επικουρικές και δώρα που έγιναν το 2012. Επίσης σχεδιάζεται να επιταχυνθεί και η επόμενη αύξηση του κατώτερου μισθού.
Η αύξηση του κόστους χρήματος
Το εισόδημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα δεχτεί άλλο ένα πλήγμα από την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ από την ΕΚΤ, η οποία θα περάσει σε μηδενικό χρόνο και στην καταναλωτική πίστη. Καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες θα γίνουν ακριβότερα για όλους.
Ερωτηματικό παραμένει ακόμη πόσο θα ακριβύνει το ευρώ. Η ΕΚΤ έκανε μια πρώτη αύξηση επιτοκίων κατά 0,50% και αναμένεται την Πέμπτη να κάνει και μία που μπορεί να είναι μεγαλύτερη, στο 0,75%. Η περίοδος της ανόδου των επιτοκίων αναμένεται ότι θα διαρκέσει μέχρι και το τέλος του 2023. Τούτο, χωρίς κανείς να μπορεί να υπολογίσει πού θα έχουν φτάσει έως το τέλος του επόμενου χρόνου, αφού ο στόχος είναι να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός κυρίως των ενεργειακών τιμών.
Στην πραγματική οικονομία, αρμόδια στελέχη του ΥΠΟΙΚ ομολογούν ότι η αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάσει αρνητικά τον κρίσιμο τομέα των επενδύσεων, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν ούτως ή άλλως δύσκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Η λύση που προετοιμάζεται είναι η ένταξη μέσω των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης (για όσες μικρομεσαίες έχουν τραπεζικό προφίλ), η ενεργοποίηση εγγυήσεων δανείων μέσα από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, αλλά και τη σταδιακή ενεργοποίηση των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2021-2027.
Η οικονομική επιβράδυνση της Ευρωζώνης
Ένα σοβαρό πρόβλημα για τους επόμενους μήνες θα είναι η μεγάλη οικονομική επιβράδυνση που αναμένεται ότι θα έχει η Ευρωζώνη, με το πρώτο βήμα να το κάνει η Γερμανία και ίσως η Ιταλία, ενώ είναι άγνωστο ακόμη ποιες από τις μικρότερες χώρες θα συμπαρασύρει το "ωστικό κύμα".
Η επιβράδυνση θα συνοδευτεί με μια πιο ήπια αύξηση επιτοκίων στην οποία θα υποχρεωθεί η ΕΚΤ, για να μη μετατρέψει την επιβράδυνση σε ύφεση, η οποία όμως θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο το ευρώ, η ισοτιμία του οποίου με το δολάριο έχει κατρακυλήσει κάτω από το 1:1. Αυτό για την Ελλάδα θα σημάνει ακόμα υψηλότερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που αναμένεται να ξεπεράσει το 7,6% του ΑΕΠ στο τέλος του χρόνου.
Παράλληλα, η οικονομική επιβράδυνση στην Ε.Ε. θα έχει τις συνέπειές της και στις ελληνικές εξαγωγές, καθώς η Ε.Ε. είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος της Ελλάδας. Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι η πορεία του τουρισμού, που φέτος αναμένεται να σπάσει το ρεκόρ των 18,3 δισ. του 2019, φτάνοντας σε τζίρο τα 20 δισ. μέχρι και το τέλος του χρόνου.
Ασπίδα η υψηλή ανάπτυξη
Απέναντι σε αυτήν τη ζοφερή εικόνα για την Ευρώπη, η Ελλάδα παραμένει σταθερή στους δημοσιονομικούς στόχους, ελπίζοντας να τους υπερβεί με τη βοήθεια της ανάπτυξης, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει το 5%, με το ΑΕΠ να ξεπερνά για πρώτη φορά έπειτα από 10 χρόνια τα 200 δισ. ευρώ.
Η πορεία του τουρισμού, ο τζίρος του οποίου αναμένεται να είναι ίσος ή μεγαλύτερος των 20 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το ρεκόρ των 18,3 δισ. του 2019, οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες έχουν φτάσει τα 4 δισ. στο τέλος Ιουλίου ενώ για όλο το 2021 είχαν φτάσει τα 5 δισ., οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες αναμένεται να ξεπεράσουν τα 12 δισ. ευρώ, καθιστούν την επίσημη πρόβλεψη για ανάπτυξη φέτος κατά 3,1% εξαιρετικά συντηρητική.
Η αυξημένη ανάπτυξη αλλά και ο υψηλός πληθωρισμός αλλάζουν τα δεδομένα και για τα δημοσιονομικά μεγέθη. Συγκεκριμένα, αναμένεται το χρέος να υποχωρήσει από το 193,3% του ΑΕΠ, που έφτασε σ το τέλος του 2021, κάτω από το 175% του ΑΕΠ στο τέλος του χρόνου. Με αυτά τα δεδομένα, η χρονιά αναμένεται να κλείσει μεταφέροντας ένα σημαντικό θετικό αποτέλεσμα (carry over) στην αρχή του 2023, κάτι που είναι ιδιαίτερα απαραίτητο με δεδομένο ότι οι πρώτοι μήνες του επόμενου χρόνου θα είναι δύσκολοι όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη.