Οι γερμανικές αμυντικές εταιρείες που αναζητούν μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα καθώς η Ευρώπη ετοιμάζεται να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες, εξετάζουν την προβληματική αυτοκινητοβιομηχανία, το πρώτο σημάδι μιας αλλαγής που θα μπορούσε να βοηθήσει στην αναζωογόνηση της μεγαλύτερης οικονομίας της ηπείρου μετά από δύο χρόνια συρρίκνωσης.
Οι κατασκευαστές αρμάτων μάχης, ραντάρ και όπλων στοχεύουν σε αύξηση της παραγωγής καθώς η Ευρώπη ανταποκρίνεται στην πίεση των ΗΠΑ να φροντίσει για τη δική της άμυνα. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες επί δεκαετίες αποτελούσαν την οικονομική δύναμη της Γερμανίας, περικόπτουν θέσεις εργασίας και κλείνουν εργοστάσια εν μέσω επιβράδυνσης της ζήτησης και μιας δύσκολης μετάβασης στα ηλεκτρικά οχήματα.
Η Rheinmetall, κορυφαίος κατασκευαστής πυρομαχικών της Ευρώπης, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι θα χρησιμοποιήσει δύο εργοστάσια που σήμερα παράγουν εξαρτήματα αυτοκινήτων για να κατασκευάσουν κυρίως αμυντικό εξοπλισμό.
Η Hensoldt η οποία κατασκευάζει τα συστήματα ραντάρ TRML-4D που χρησιμοποιεί η Ουκρανία στον πόλεμό της με τη Ρωσία, βρίσκεται σε συζητήσεις για να προσλάβει περίπου 200 εργαζόμενους από τους μεγαλύτερους προμηθευτές εξαρτημάτων αυτοκινήτων Bosch και Continental.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν ότι πρέπει να δαπανήσουν περισσότερα για τους στρατούς τους σε μια έκτακτη σύνοδο κορυφής στο Λονδίνο που συγκλήθηκε μετά τη δημόσια σύγκρουση μεταξύ των προέδρων Τραμπ και Ζελένσκι που έθεσε υπό αμφισβήτηση τη μελλοντική υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία.
Οι ηγέτες της ΕΕ είναι προγραμματισμένο να συναντηθούν για να συζητήσουν προτάσεις για την κινητοποίηση έως και 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για τον επανεξοπλισμό της Γηραιάς Ηπείρου, συμπεριλαμβανομένων 150 δισεκατομμυρίων ευρώ κοινού δανεισμού.

Τα κόμματα που συμμετέχουν στις συνομιλίες για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης της Γερμανίας ανακοίνωσαν προτάσεις για τη δημιουργία ενός ταμείου ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για τις υποδομές και την αναθεώρηση των κανόνων δανεισμού προκειμένου να αυξηθούν μαζικά οι αμυντικές δαπάνες.
Οι μετοχές των γερμανικών αμυντικών εταιρειών Rheinmetall, Thyssenkrupp, Hensoldt και Renk σημείωσαν άνοδο 3,4-8,3% την Τετάρτη 5 Μαρτίου. Οι ευρωπαϊκές αμυντικές μετοχές είχαν ήδη σημειώσει έντονη άνοδο αυτή την εβδομάδα.
Παράλληλα, όπως αναφέρει το Reuters, το think tank Bruegel υπολογίζει πως η Ευρώπη μπορεί να χρειαστεί 300.000 επιπλέον στρατιώτες και μια βραχυπρόθεσμη ετήσια αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά τουλάχιστον 250 δισ. ευρώ «για την αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας».
Μια στροφή προς την αμυντική παραγωγή θα μπορούσε να δώσει ώθηση στη γερμανική οικονομία, η οποία έχει καταστεί ουραγός μεταξύ των ευρωπαίων ομολόγων της, καθώς οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν το υψηλό ενεργειακό κόστος, τη γραφειοκρατία και τον επιθετικό ανταγωνισμό από το εξωτερικό.
Το IfW Kiel Institute for the World Economy εκτιμά ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 0,9-1,5% ετησίως εάν οι χώρες της ΕΕ αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ από το 2% που είναι σήμερα ο στόχος του ΝΑΤΟ και στηριχθούν στην τοπική τεχνολογία. Για τη Γερμανία, με την υπάρχουσα βιομηχανική υποδομή της, η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι πιθανότατα στο ανώτερο άκρο αυτού του εύρους, προσέθεσε.
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3% του ΑΕΠ θα υπερδιπλασίαζε τις ετήσιες επενδύσεις της Γερμανίας στα 25,5 δισεκατομμύρια ευρώ, θα δημιουργούσε 245.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας και θα πυροδοτούσε σχεδόν 42 δισεκατομμύρια ευρώ σε δραστηριότητες παραγωγής και παροχής υπηρεσιών κάθε χρόνο, όπως εκτιμά η EY.
Τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η βιομηχανία ασφάλειας και άμυνας της Γερμανίας απασχολούσε 387.000 άτομα το 2022, περίπου το μισό από τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας της χώρας. Οι πωλήσεις της αμυντικής βιομηχανίας ανήλθαν σε 47 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022, έναντι 506 δισεκατομμυρίων ευρώ για τον κλάδο των αυτοκινήτων.
Αναλυτές της Deutsche Bank προειδοποίησαν ωστόσο σε σημείωμά τους τον περασμένο μήνα ότι οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες της ΕΕ ενδέχεται να μην αποφέρουν σημαντικά οφέλη στην τοπική βιομηχανία, η οποία είναι πιο κατακερματισμένη από την αντίστοιχη αμερικανική.