Τέλος στις έκτακτες παροχές κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα βάζουν οι Βρυξέλλες, με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που επιβάλλει από το 2025. Στο εξής οι όποιες παροχές ή φοροελαφρύνσεις θα πρέπει να προϋπολογίζονται σε ετήσια ή μόνιμη βάση και όχι να ανακοινώνονται στην πορεία της χρονιάς, σαν πρόσθετα μέτρα για έκτακτους λόγους και σκοπούς -ούτε φυσικά ως προεκλογικές παροχές πριν τις κάλπες.
Αυτή είναι η άλλη όψη των νέων δημοσιονομικών κανόνων και θα αντικαθιστήσουν τους ισχύοντες οι οποίοι, όπως εξήγησε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης, στην περίπτωση της Ελλάδας θα έθεταν υπερβολικά υψηλές απαιτήσεις για μείωση του δημοσίου χρέους κατά 4,5%-5% ετησίως στα επόμενα χρόνια.
Εικόνες από το μέλλον
Ωστόσο με το νέο θεσμικό πλαίσιο που θα ισχύσει πανευρωπαϊκά, δεν θα μπορεί καμία κυβέρνηση πλέον να «ξύνει το βαρέλι» προκειμένου να μοιράσει «μποναμάδες» με το επιχείρημα πως υπερκάλυψε τους ετήσιους στόχους που είχε θέσει για το πρωτογενές πλεόνασμα και ότι «περισσεύουν λεφτά», όπως κατά σύστημα γινόταν σχεδόν επί μια δεκαετία.
Αντιθέτως, ακόμα και αν μία κυβέρνηση επιτύχει υπερείσπραξη κρατικών εσόδων ή συγκράτηση (άλλων) κρατικών δαπανών που θα οδηγούσε σε υπερπλεόνασμα, δεν θα μπορεί να επικαλεστεί αυτόν τον «δημοσιονομικό χώρο» που δημιούργησε για να δοθούν παροχές (πχ έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις τύπου “fuel pass”) στα μέσα ή προς τα τέλη της χρονιάς.
Το 2024 θα είναι έτσι ίσως η τελευταία χρονιά που μπορεί να συμβεί αυτό, αφού από το 2025 όλες οι χώρες της ΕΕ θα πορεύονται και θα κρίνονται με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, που θα ορίζουν πως δεν επιτρέπεται καμία υπέρβαση πάνω από 0,3% του ΑΕΠ σε σχέση με τις δαπάνες που προϋπολογίστηκε από την αρχή του έτους να δοθούν.
Ακόμα και αν στο σκέλος των εισπράξεων προκύψουν μεσούσης της χρονιάς «ουρανοκατέβατα έσοδα» που δεν είχαν προβλεφθεί όταν σχεδιαζόταν ο προϋπολογισμός (πχ από Τουρισμό), αυτά θα καταγράφονται ως επιπλέον πρωτογενές πλεόνασμα που θα μειώνει το χρέος και όχι σαν «δημοσιονομικό περιθώριο» για να μοιραστεί σε έκτακτες παροχές.
Στο μέλλον όμως, ακόμα και αν η -όποια- κυβέρνηση μπει στον πειρασμό να υπερβεί μέχρι το νόμιμο όριο του 0,3% του ΑΕΠ (περίπου 650 εκατ. ευρώ με τα σημερινά δεδομένα) τις κρατικές δαπάνες που είχε σχεδιάσει να κάνει μέσα στη χρονιά, θα το βρει σαν εμπόδιο μπροστά της τις επόμενες χρονιές! Και αυτό γιατί θα μπαίνει και δεύτερος «κόφτης», ότι σε βάθος τετραετίας δεν επιτρέπεται η υπέρβαση να ξεπεράσει σωρευτικά το 0,6% του ΑΕΠ.
Τι σημαίνει αυτό;
Ότι αν, για παράδειγμα, εξαντλήσει το «όριο ανοχής» εκτάκτων παροχών σε δύο συνεχόμενες χρονιές (0,3% + 0,3%) την 3η χρονιά και την 4η χρόνια η χώρα θα βρίσκεται υπό την δαμόκλειο σπάθη των κυρώσεων (θεωρητικά) ακόμα και για υπέρβαση μόλις …1 ευρώ! Μόνο μετά την 5η χρονιά (καθώς δεν θα προσμετράται πια η υπέρβαση δαπανών της πρώτης) θα διανοίγεται ξανά περιθώριο για τυχόν νέα υπέρβαση.
Για να αποφευχθούν υπερβάσεις και κυρώσεις αν σε μια χρονιά ανακύψουν καταστάσεις και ανάγκες που επιβάλλουν πράγματι να δοθεί εκτάκτως κάτι παραπάνω σαν παροχές ή και για άλλους αστάθμητους παράγοντες και ή ανάγκες μπορεί να προκύψουν (πχ για νοσοκομεία, μισθοδοσία ή λειτουργικές δαπάνες δημοσίου κλπ) θα πρέπει οι κυβερνήσεις να «αποταμιεύουν» ένα μέρος τουλάχιστον από το νόμιμο περιθώριο υπέρβασης, για επόμενες χρονιές. Αναλογικά δηλαδή, θα μπορούσε να έχει μια περιορισμένη υπέρβαση έναντι των προβλέψεων δαπανών, της τάξης του 0,15% του ΑΕΠ τον χρόνο κατά μέσον όρο (δηλαδή περίπου 250 εκατ. ευρώ ετησίως).
Αν και οι τελικοί κανόνες θα αποσαφηνιστούν τις προσεχείς εβδομάδες και μήνες (καθώς μπαίνουν σε συζήτηση προς ψήφιση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι τελικές οδηγίες της Κομισιόν αναμένονται τον Ιούνιο) μπορεί να συμβεί ενδεχομένως και το εξής παράδοξο: και αν ακόμα μια κυβέρνηση επιλέξει και περικόψει κάποιες άλλες δαπάνες που τις είχε προϋπολογίσει, να μη μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που εξοικονόμησε για έκτακτες παροχές, αλλά μόνο σαν «μαξιλαράκι ασφαλείας» που θα το διατηρεί και θα το μεταφέρει στις επόμενες χρονιές.
Σε κάθε περίπτωση το βέβαιον είναι ότι τυχόν καλύτερη εκτέλεση επί του στόχου δαπανών, θα δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο για τα επόμενα έτη ενώ, αντίστροφα, χειρότερη εκτέλεση επί του στόχου δαπανών θα αφαιρεί χώρο από τα επόμενα έτη.
Ο κίνδυνος έτσι είναι ότι στην περίπτωση υπέρβασης του στόχου κατά ποσοστό που ξεπερνά το 0,3% του ΑΕΠ για ένα έτος ή 0,6% σωρευτικά σε μια τετραετία, η Ε.Ε. θα μπορεί να θέσει το κράτος μέλος σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, ακόμα και αν η συγκυρία (πχ για να αντιμετωπιστεί μια ξαφνική ύφεση) απαιτεί αύξηση δαπανών για κάποια χώρα.