Βαθύτατης και ευρύτατης εκτίμησης χαίρει εσχάτως ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος (παρέα κι οι απόψεις του) στους κύκλους της ευρύτερης νεοκομμουνιστικής και σοσιαλίζουσας αριστεράς με αφορμή τις διαδοχικές to the point δημόσιες παρεμβάσεις του στην υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη (με νόμιμη επισύνδεση).
Γράφει ο Χρήστος Υφαντής
Αυτή η αριστερή αγωνία να αποκτήσει η κοινοβουλευτική παρουσία τους (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) μια συνταγματική νομιμοποίηση και μια αίσθηση επιστημοσύνης για να κερδίσει πόντους στο παιχνίδι της εγκυρότητας συνάντησε την εμφανή το τελευταίο χρονικό διάστημα στροφή Βενιζέλου προς το σοσιαλιστικό παρελθόν του, η συνάντηση υπήρξε εξαιρετικά αποδοτική, επικαιροποιήθηκε ένας λανθάνων συνταγματικός λαϊκισμός ακραίας εκδοχής και «νομιμοποιήθηκε» επιστημονικά ένα υφέρπον στην βενιζέλεια λογική «βουλευτικό ηθικό πλεονέκτημα», το οποίο η ελληνική κοινωνία αγνοούσε όταν ψήφιζε εκπροσώπους για τη Βουλή.
Το ότι ανάλογη πρόβλεψη δεν υπάρχει σε καμία δημοκρατική κοινωνία του δυτικού κόσμου ( η περίπτωση των αρχείων του Ντόναλντ Τραμπ και της έρευνας του FBI είναι εξαιρετικά διδακτική) δεν δείχνει να συγκινεί κανένα, ούτε βεβαίως τον κ. Βενιζέλο, που είδε μπροστά του την ευκαιρία να επανέλθει στην δρώσα πολιτική έχοντας απέναντι του μερικά πολιτικά μειράκια, αυτός ένας «Σοφός» και με τη βούλα της Ευρώπης δεν την άφησε να πάει χαμένη.
Ο κ.,Βενιζέλος μίλησε δήθεν συνταγματικά και άσκησε ευθεία πολιτική παρέμβαση στηριγμένος σε έναν ακραίο συνταγματικό δικολαβισμό, ως εάν η πολιτική να είναι γράμματα νόμων και ερμηνείες διατάξεων σε αποστειρωμένες αίθουσες διδασκαλίας νομικών σχολών και σε «διαγωνισμούς» ερμηνευτικότητας του συνταγματικού νομοθέτη.
Τσίπρας και Ανδρουλάκης δεν κατάλαβαν «τι ακριβώς ανέστησαν εκ νεκρών» και τι τους περιμένει στο άμεσο μέλλον απέναντι σε ένα Βενιζέλο «μαινόμενο», ικανό να ανατινάξει τα πάντα για να βρεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής δράσης (από την οποία εκδιώχτηκε κακήν-κακώς από την Φώφη Γεννηματά), ενισχυμένο με τις ευγενικές χορηγίες ισχυρών του εγχώριου επιχειρείν, που δεν τραβάνε κανένα ζόρι να αποσύρουν από την κυκλοφορία Τσίπρα και Ανδρουλάκη) και να επαναφέρουν τον θαλερό συνταγματολόγο σε ρόλο εγγυητή της δημοκρατικής παράταξης.
Είναι ξεκάθαρο πως ο κ. Βενιζέλος, ιδιαίτερης ευφυίας άνθρωπος, με ταχύτατη αντίληψη των πραγμάτων και αίσθηση των εξελίξεων διείδε το τεράστιο κενό στην ηγεσία του χώρου της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, κατανόησε ότι οι δύο που σήμερα διεκδικούν τον ηγετικό ρόλο είναι χαμένες υποθέσεις, αντιλήφθηκε πως οι θρυλούμενες διεργασίες αντικατάστασης του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Νέα Δημοκρατία (με αντίπαλο δέος την Όλγα Κεφαλογιάννη) είναι μυθεύματα γραφικών και αποφάσισε να θέσει «τον πολιτικό του όγκο» στην υπηρεσία του χώρου «μπας και χρειαστεί κάποιος που να μπορεί να πει μια πρόταση ολόκληρη» να αντιμετωπίσει στην κεντρική εκλογική μάχη τον κ. Μητσοτάκη με πιθανότητες να κερδίσει.
Αν αυτό συμβαίνει θα πρέπει να είναι έτοιμος να αναμετρηθεί και με τις απόψεις του, ειδικά αυτές που αποθεώνουν ένα παρανοϊκό βουλευτικό ηθικό πλεονέκτημα η εξυπηρέτηση του οποίου καταλήγει στην ακραία της μορφή να είναι υπεράνω και τη εθνικής ασφάλειας και της ίδιας της πατρίδας.
Σε αυτή την περίπτωση θα χρειαστεί να αντικρούσει με πειθώ το επιχείρημα του πρωθυπουργού «κανένας δεν εξαιρείται από το νόμο για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, ούτε ο πρωθυπουργός», το οποίο ο ελληνικός λαός εξακολουθεί να δείχνει ότι το ακούει και το εμπιστεύεται, πώς να κάνει διαφορετικά με τόσα που έχει τραβήξει από σοσιαλίζοντες και νεοκομμουνιστές θαυματοποιούς.
Η ηγετική παρουσία του κ. Βενιζέλου καταγράφτηκε «δόξη και τιμή» κι αυτό δεν αλλάζει, αντίθετα οι μέρες που έρχονται φαίνεται πως θα την επιβεβαιώσουν με θεαματικό τρόπο, η συζήτηση στη Βουλή για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επανέλθει και να επιτιμήσει «τα δύο ορφανά» που παριστάνουν την ηγεσία της αντιπολίτευσης.
Όταν θα καταλάβουν Τσίπρας και Ανδρουλάκης τι ακριβώς έκαναν θα είναι πολύ αργά και για τους δύο καππαδόκες… Η συμμαχία που εσχάτως συνομολόγησαν, υπό την αιγίδα των παλιών του εγχώριου επιχειρείν και την οποία τόσο πεισματικά (και αστεία) αρνούνται θα φαντάζει ανέκδοτο!