Δύο προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας από κοινή νόσο σε εργαζόμενους με προϋπάρχουσα αναπηρία, προβλέπει εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας.
Όπως επισημαίνεται, το συνολικό ποσοστό αναπηρίας δεν προσδιορίζεται με βάση το άθροισμα της αναπηρίας που προϋπήρχε και αυτής που εκδηλώθηκε μεταγενέστερα, αλλά το συνολικό ποσοστό αναπηρίας πρέπει να είναι τουλάχιστον 50% και το ποσοστό της νέας πάθησης ή αναπηρίας (η επιδείνωση) να είναι τουλάχιστον 20% (επί της βαθμίδας της αναπηρίας).
Αναλυτικότερα:
-Αν ο ασφαλισμένος είχε αναπηρία πριν από την υπαγωγή του στην ασφάλιση (προϋπάρχουσα αναπηρία), θεωρείται άτομο με αναπηρία, εφόσον η αναπηρία του επιδεινώθηκε μετά την ασφάλισή του και η μεταγενέστερη της υπαγωγής στην ασφάλιση αναπηρία (ποσοστό επιδείνωσης) φτάνει τουλάχιστον το σαράντα τοις εκατό (40%) της αναπηρίας βάσει της οποίας ζητεί τη χορήγηση σύνταξης. Εφόσον δηλαδή η μεταγενέστερη της ασφάλισης αναπηρία φθάνει τουλάχιστον το 40% της κατά περίπτωση αναπηρίας. Ρητά επισημαίνεται στην εγκύκλιο του υπουργείου ότι: «Η βαθμίδα στην οποία κατατάσσεται ο ασφαλισμένος καθορίζεται από το ποσοστό επιδείνωσης της αναπηρίας του δικαιούχου, και με βάση αυτή του χορηγείται η εθνική σύνταξη.»
Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για νέα πάθηση είτε για επιδείνωση προϋπάρχουσας, οι Υγειονομικές Επιτροπές γνωματεύουν το συνολικό ποσοστό αναπηρίας που καθορίζεται από όλες τις παθήσεις του ασφαλισμένου και ένα επιπλέον ποσοστό αναπηρίας που οφείλεται μόνο στην επιδείνωση, ή τη νέα πάθηση, η οποία εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της ασφάλισης.
Διευκρινίζεται ότι, το συνολικό ποσοστό ΔΕΝ είναι το άθροισμα των ποσοστών παλαιάς και νέας πάθησης.
Επομένως, καθοριστικοί παράγοντες για την απονομή σύνταξης αναπηρίας και τον καθορισμό της βαθμίδας αναπηρίας αποτελούν: α) το συνολικό ποσοστό αναπηρίας που πρέπει να είναι τουλάχιστον 50%, β) το ποσοστό της επιδείνωσης ή της νέας πάθησης που συμμετέχει στον καθορισμό της βαθμίδας αναπηρίας το οποίο πρέπει να είναι τουλάχιστον 20%.