Στα άρθρα 70,73,74 του Ν 3528/2001 (ΦΕΚ τ.Α 26/9.2.2007) περιγράφεται η διαδικασία της μετάταξης υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου Υπουργείου ή της ίδιας δημόσιας υπηρεσίας ή του ίδιου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αντίστοιχα.
Οι διατάξεις του ΠΔ 50/2001 (ΦΕΚ τ.Α 39/5.3.2001 ) με τίτλο » Καθορισμός των προσόντων διορισμού σε θέσεις του δημοσίου τομέα» χρησιμοποιoύνται αναλογικά και στη διαδικασία μετατάξεων ιδιαίτερα για την ιεράρχηση των τυπικών προσόντων υπαλλήλων του ίδιου φορέα τα οποία διεκδικούν μία κενή οργανική θέση.
Ειδικότερα:
Μετάταξη υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου Υπουργείου ή της ίδιας δημόσιας υπηρεσίας ή του ίδιου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αντίστοιχα, επιτρέπεται μετά από αίτηση του υπαλλήλου και ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται.
Η μετάταξη σε ανώτερη κατηγορία μπορεί να θεωρηθεί ως μία άτυπη μορφή προαγωγής, μία επιβράβευση του υπαλλήλου, που ενώ εκτελούσε τα καθήκοντά του πέτυχε να αποκτήσει έναν επιπλέον τίτλο σπουδών.
Οι αιτήσεις μετατάξεων υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία προσωπικού κατά τους μήνες Μάρτιο και Οκτώβριο κάθε έτους και συνεξετάζονται από το αρμόδιο συλλογικό όργανο.
Οι αιτήσεις μετάταξης εισάγονται στο υπηρεσιακό συμβούλιο και εντός δύο (2) μηνών από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής τους, διατυπώνεται γνώμη για την αποδοχή ή την απόρριψή τους, αφού συνεκτιμηθούν τόσο η καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των καθηκόντων του κλάδου στον οποίο ζητεί να μεταταγεί, όσο και οι ανάγκες της υπηρεσίας. Σε περίπτωση υποβολής περισσότερων αιτήσεων για μετάταξη στην ίδια θέση, το αρμόδιο όργανο λαμβάνει υπόψη την απόδοση των υπαλλήλων, το χρόνο συνολικής υπηρεσίας στο βαθμό και τον κλάδο, καθώς και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού τους μητρώου.
Η μετάταξη διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού ή του μονομελούς οργάνου διοίκησης του Ν.Π.Δ.Δ. και αν δεν υπάρχει, του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, μετά από γνώμη του αρμόδιου συλλογικού οργάνου. Κρίσιμο είναι να τονιστεί πως η γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου δε δεσμεύει το όργανο, που αποφασίζει. Το αποφασίζον όργανο, όμως, πρέπει να λάβει υπόψιν του τη γνώμη το υπηρεσιακού συμβουλίου και, εάν αποφασίσει να αποκλίνει, οφείλει να το αιτιολογήσει ειδικώς.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι επίσης, ο μετατασσόμενος να κατέχει τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο στον οποίο μετατάσσεται. Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι υποψήφιοι για μετάταξη, προηγούνται αυτοί που κατέχουν τον προβλεπόμενο τίτλο σπουδών και ακολουθούν οι υποψήφιοι που κατέχουν τίτλο σπουδών που προβλέπεται ως επικουρικό προσόν διορισμού.
Αξίζει να τονισθεί πως κατά τη συνήθη πρακτική οι αιτήσεις μετάταξης απορρίπτονται για τους εξής λόγους : ότι υφίστανται υπηρεσιακές ανάγκες στο φορέα προέλευσης και ότι δεν υπάρχει κενή οργανική θέση στην ανώτερη κατηγορία.
Ωστόσο, -όπως σημειώνουν εργατολόγοι -κατά την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της χώρας μας, η γενικόλογη αναφορά σε υπηρεσιακές ανάγκες δεν αρκεί για να είναι επαρκώς αιτιολογημένη η απόφαση, αλλά θα πρέπει να γίνεται αναφορά στον αριθμό του υπηρετούντος προσωπικού στον οικείο κλάδο, στο ποσοστό που καλύπτουν, στις οργανικές θέσεις, τις υπηρεσιακές και λειτουργικές ανάγκες του φορέα προέλευσης. Όσον αφορά το ζήτημα της κενής οργανικής θέσης υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, η οποία βρίσκεται ακόμα σε ισχύ, και ορίζει αποκλειστικά για τις περιπτώσεις μετάταξης σε κλάδο / ειδικότητα της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας εντός του ίδιου φορέα, πως επιτρέπεται η μετάταξη, και χωρίς να υπάρχει κενή οργανική θέση στον κλάδο/κατηγορία που μετατίθεται ο υπάλληλος, με ταυτόχρονη μεταφορά της θέσης που αυτός κατέχει.