Οι διατάξεις περί κανονικής άδειας των εργαζομένων προβλέπονται στον Α.Ν. 539/1945, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα.
Για την χορήγηση της κανονικής άδειας λαμβάνεται υπόψη ως βάση, το ημερολογιακό έτος κατά το οποίο προσλήφθηκε ο εργαζόμενος και ο οποίος δικαιούται αναλογικά κανονική άδεια από την πρώτη ημέρα απασχόλησής του.
– Για τον πρώτο ημερολογιακό έτος, η αναλογία δικαιούμενων ημερών άδειας είναι 1,666 ημέρες ανά μήνα εργασίας, για το πενθήμερο και 2 ημέρες ανά μήνα εργασίας για τους απασχολούμενους εξαήμερο την εβδομάδα.
– Για το δεύτερο ημερολογιακό έτος και μέχρι την συμπλήρωση 12 μηνών εργασιακής σχέσης από την πρόσληψη, η αναλογία είναι 1,66667 ημέρες και 1,75 ημέρες ανά μήνα εργασίας από τη συμπλήρωση του δωδεκάμηνου μέχρι 31 Δεκεμβρίου, για τους απασχολούμενους με σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης ή αντίστοιχα 2 ημέρες και 2,08 ημέρες ανά μήνα, για τους απασχολούμενους επί εξαήμερο την εβδομάδα.
– Για το τρίτο ημερολογιακό έτος, ο εργαζόμενος έστω και μία ημέρα να εργαστεί, είναι δικαιούχος ολόκληρης της άδειας και του επιδόματος άδειας. Η διάρκεια της άδειας μπορεί να φθάσει τις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου. Βεβαία μέχρι την συμπλήρωση 24μηνης απασχόλησης από την πρόσληψη, εντός του τρίτου ημερολογιακού έτους, ο συντελεστής δικαιούμενων ημερών άδειας είναι 1,75 και 1,83 μέχρι τέλος του έτους. (2,08 και 2,16667 για το εξαήμερο αντίστοιχα)
Παράδειγμα:
Εργαζόμενος προσλήφθηκε 7 Μαρτίου και εργάστηκε με σύστημα πενθήμερης απασχόλησης για όλο το υπόλοιπο έτος.
Δικαιούται άδεια μέχρι 31 Δεκεμβρίου: 9,77 μήνες απασχόλησης Χ 1,66667 = 16,28 ημέρες και στρογγυλοποιημένα (προς τα κάτω) 16 ημέρες άδειας για το πρώτο έτος.
Για 6μερη απασχόληση, οι ημέρες άδεια θα ήταν: 9,77 Χ 2 = 19,53 δηλ. 20 μέρες άδεια (στρογγυλοποιημένες προς τα πάνω)
Για το 2ο έτος στον ίδιο εργοδότη: 1,66667 ημέρες άδεια ανά μήνα εργασίας μέχρι 7 Μαρτίου (συμπλήρωση του 12μηνου) και 1,75 ημέρες άδεια ανά μήνα εργασίας, μέχρι τέλος του έτους (ή μέχρι τη λήξη της εργασιακής σχέσης).
Για τον προηγούμενο εργαζόμενο και απασχόληση μέχρι τέλος του έτους:
Δικαιούμενη άδεια 2ου έτους, από 1 Ιανουαρίου μέχρι 7 Μαρτίου: 2,23 μήνες εργασίας (μέχρι συμπληρ. 12μηνου) Χ 1,66667 = 3,72 ημέρες και μέχρι 31 Δεκεμβρίου 9,77 μήνες Χ 1,75 = 17,10 ημέρες. Σύνολο ημερών άδειας 2ου έτους: 20,82 δηλ. 21 μέρες στρογγυλοποιημένες.
Για τους απασχολούμενους 6μερο: 2,23 Χ 2 = 4,46 ημέρες και 9,77 Χ 2,083333 = 20,31 ημέρες. Δηλαδή συνολική άδεια μέχρι τέλος του έτους = 24,6 δηλ. 25 μέρες στρογγυλοποιημένες.
Δικαιούμενη άδεια 3ου έτους, από 1 Ιανουαρίου μέχρι 7 Μαρτίου: 2,23 μήνες εργασίας (μέχρι συμπληρ. 24μηνου) Χ 1,75 = 3,90 ημέρες και μέχρι 31 Δεκεμβρίου 9,77 μήνες Χ 1,83 = 17,88 ημέρες. Σύνολο ημερών άδειας 2ου έτους: 21,78 δηλ. 22 μέρες στρογγυλοποιημένες.
Για τους απασχολούμενους 6μερο: 2,23 Χ 2,083333 = 4,64 ημέρες και 9,77 Χ 2,166667 = 21,17 ημέρες. Δηλαδή συνολική άδεια μέχρι τέλος του έτους = 25,81 δηλ. 26 μέρες στρογγυλοποιημένες.
Μέχρι τη συμπλήρωση 10ετίας οι δικαιούμενες ημέρες άδειας θα είναι 22 επί πενθημέρου και 26 επί εξαημέρου.
Όσοι έχουν συμπληρώσει 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ή 12 συνολικά, δικαιούνται 5 εβδομάδες άδεια (25 μέρες επί 5μερου, 30 επί 6μερου) ενώ όσοι συμπληρώσουν συνολικά 25 χρόνια, παίρνουν επί πλέον 1 μέρα άδεια.
Για όλες τις παραπάνω ενέργειες κατάτμησης του χρόνου της άδειας δεν απαιτείται έγκριση της επιθεώρησης εργασίας. Τα σχετικά με την κατάτμηση της άδειας έγγραφα πρέπει να τηρούνται επί πενταετία.
(άρ. 7 Ν.549/77άρ. 6 του Ν.3846/10, Ν.4093/2012, ΙΑ 14).
Ποιες μέρες υπολογίζονται στην κανονική άδεια
Στην κανονική άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται δηλ. οι Κυριακές, οι ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης και οι αργίες. Δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, ενώ συμψηφίζονται οι ημέρες αποχής από την εργασία λόγω ασθένειας για διάστημα πέραν των ορίων της βραχείας ασθένειας, (σ’ αυτή τη περίπτωση όμως κατά την άποψη του υπ. Εργασίας οφείλονται αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας), απεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν οι ημέρες άλλων ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς. (π.χ. άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ). Όταν εργαζόμενος βρίσκεται σε κανονική άδεια και ασθενήσει, οι ημέρες ασθένειας δεν προσμετρώνται στην κανονική άδεια, οπότε η διάρκεια της άδειας μπορεί να επιμηκυνθεί τόσο, όσες μέρες διήρκησε η ασθένεια.
Αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας
Μαζί με την άδεια ο εργαζόμενος δικαιούται αποδοχές άδειας και επίδομα αδείας (άρ. 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966). Οι αποδοχές είναι αυτές που θα έπαιρνε ο μισθωτός αν εργαζόταν Το επίδομα άδειας ακολουθεί την κανονική άδεια και ισούται με τις αποδοχές άδειας με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβεί για όσους αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό και για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια. Το επίδομα άδειας υπολογίζεται βάσει των καταβαλλομένων αποδοχών, θεωρείται μέρος των τακτικών αποδοχών του μισθωτού και συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών καθώς και στην αποζημίωση απόλυσης. Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στον δικαιούχο μισθωτό κατά την ημέρα λήψης της άδειας.
Σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης με οποιονδήποτε τρόπο και εφόσον δεν έχει ληφθεί η κανονική άδεια, ο δικαιούται δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια. Επίσης, δικαιούται και το επίδομα άδειας, με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων, ανάλογα εάν αμείβονται με μισθό, ή ημερομίσθιο.
Πότε χορηγείται η άδεια;
Ο χρόνος που χορηγείται η άδεια στον μισθωτό, καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργοδότη του, με την έναρξη κάθε νέου ημερολογιακού έτους (1η Ιανουαρίου) και μπορεί να την λάβει μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Εάν ο μισθωτός ζητήσει την άδεια του ο εργοδότης υποχρεούται να την χορηγήσει εντός δύο μηνών από τότε που ο εργαζόμενος υπέβαλε έγγραφη αίτηση.
Όπως προβλέπεται στο άρθρο 61 του Ν. 4808/2021, η δικαιούμενη κατ’ έτος, κανονική άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους.
Σε περίπτωση μη χορήγησης της άδειας με υπαιτιότητα του εργοδότη, ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.
Κατά τη διάρκεια της κανονικής άδειας, απαγορεύεται η απόλυση του εργαζόμενου απ’ τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 ΑΝ 539/45)
Επιτρέπεται η κατάτμηση της άδειας;
Από τον εργοδότη, επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας λόγω σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης. Η κατάτμηση μπορεί να γίνει σε δυο περιόδους μέσα στο έτος. Η πρώτη περίοδος δεν μπορεί να είναι μικρότερη των έξι (6) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο.
Η κατάτμηση της άδειας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δυο περιόδων μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να χορηγηθεί ενιαίο τμήμα άδειας δέκα (10) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου ή δώδεκα (12) εργασίμων ημερών, εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο.