Συνέχιση των ευέλικτων πολιτικών και το 2023 ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που προκύπτουν λόγω του πολέμου στην Ουκρανία φέρνει η απόφαση της Ε.Ε. για επέκταση της ρήτρας διαφυγής, ενώ η έξοδος της Ελλάδας από την ενισχυμένη εποπτεία των θεσμών, εδραιώνει τη θέση της χωράς στις διεθνείς αγορές και φέρνει ένα βήμα πιο κοντά τον στόχο για απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας.
Η Κομισιόν έχει προτείνει την παράταση της ρήτρας διαφυγής το 2023 και απενεργοποίησή της το 2024. Ωστόσο, έχει καταστήσει σαφές ότι οι χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να δείξουν προσοχή στη λήψη στοχευμένων μέτρων και επιστροφή σε πλεονάσματα με στόχο τη μείωση του χρέους.
Υπενθυμίζεται ότι ήδη από τον Μάρτιο έχει συμφωνηθεί από τους υπουργούς Οικονομικών ότι το 2023, λόγω της άνευ προηγουμένου αβεβαιότητας, οι πολιτικές θα παραμείνουν ευέλικτες όμως όχι το ίδιο υποστηρικτικές όπως τα προηγούμενα χρόνια. Πρακτικά όμως, οι υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, θα βρεθούν σε ένα ειδικό καθεστώς: Θα υπάρχει μεν ευελιξία στις πολίτικες πιθανός συνδυαστικά όμως με ένα πλαφόν στις κρατικές δαπάνες που θα μπορούν να γίνουν.
Αυτός ο κανόνας σημαίνει για την Ελλάδα ότι η επιτρεπόμενη αύξηση των τρεχουσών δαπανών του προϋπολογισμού θα είναι 1% – 2%, καθώς η χώρα έχει πολύ χαμηλό εκτιμώμενο ποσοστό μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης.
Περισσότερα για αυτό αναμένεται να συζητηθούν στο Eurogroup στις 16 Ιουνίου. Πέραν όμως από τη ρήτρα διαφυγής οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών αναμένεται να προτείνουν και την έξοδος της Ελλάδας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας στα τέλη Αυγούστου.
Η Ελλάδα να βγει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας στα τέλη Αυγούστου.
Η επόμενη έκθεση που θα συνταχθεί για την Ελλάδα και αναμένεται να δημοσιοποιηθεί το Νοέμβριο, θα είναι η πρώτη σε απλό καθεστώς παρακολούθησης, όπως ισχύει και για τις υπόλοιπες χώρες που είχαν μπει σε μνημόνια, δηλαδή κάθε εξάμηνο αντί για κάθε τρίμηνο που ισχύει έως τώρα, έως ότου αποπληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος των δανειακών υποχρεώσεων.
Έως το τέλος του έτους η Ελλάδα θα έχει βγει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και θα λάβει συνολικά ποσό ύψους περίπου 1,5 δισ. ευρώ το οποίο αφορά τα κέρδη από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ κι άλλες κεντρικές ευρωπαϊκές τράπεζες.