Το χρίσμα της επενδυτικής βαθμίδας θα έχει καταλυτική επίδραση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με βασική επίδραση τον φθηνότερο δανεισμό για τις τράπεζες, ο οποίος θα μετακυλιστεί σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Μειώνει δηλαδή το κόστος δανεισμού για τα ιδρύματα και αυτό θεωρητικά σημαίνει ότι θα μπορεί, για παράδειγμα, ένας επίδοξος αγοραστής ακινήτου να λάβει στεγαστικό δάνειο σε φθηνότερα επίπεδα σε σχέση με την παρούσα χρονική περίοδο. Αυτό όμως δεν αναμένεται να συμβεί ταυτόχρονα με την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, αλλά θα χρειαστεί μία μεταβατική περίοδος – ίσως και πάνω από ένα έτος – για να φανεί πρακτικά στα νέα δάνεια.
Παράλληλα προϋποθέτει ότι θα αμβλυνθούν οι αρνητικές επιδράσεις των αυξήσεων επιτοκίων της ΕΚΤ.
Μετά την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, η οποία αναμένεται να συμβεί εντός του έτους, το κόστος χρηµατοδότησης των ελληνικών τραπεζών από τις αγορές δύναται να μειωθεί περί το 20-30% σε βάθος χρόνου. Η επενδυτική κατηγορία για τις ελληνικές τράπεζες εκτιμάται ότι θα απαιτήσει πάνω από ένα έτος, ωστόσο η αναβάθμιση θα επιφέρει μία πρώτη αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού.
Επίσης, οι τράπεζες θα έχουν ωφέλεια εμμέσως καθώς η επενδυτική βαθμίδα θα αναβαθμίσει το κλίμα, δεδοµένης της επικείμενης αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας θα μειώσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τις ελληνικές τράπεζες. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (Single Resolution Board – SRB) για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το ύψος δανεισμού καθορίζεται από το σταθμισμένο ενεργητικό (risk weighted assets) και πρακτικά αυξάνεται όσο διευρύνεται η πιστωτική επέκταση. Εξού και έχει μεγάλη σημασία η μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, μία εξέλιξη που θα γίνει με την αναβάθμιση της οικονομίας. Η δραστηριότητα των τραπεζών επηρεάστηκε από την άνοδο του κόστους άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές, λόγω των διεθνών εξελίξεων.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες άντλησαν περί τα 3,5 δισ. ευρώ τους πρώτους μήνες του 2023. Το κόστος ήταν υψηλό μεταξύ 7%-8,7% για τα ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας από 2%-3,8% το 2021. Για ομόλογα χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (Tier II), το κόστος άντλησης ανήλθε στο 10% το 2022, από 5,5% περίπου το 2021. Πρακτικά, το χαµηλότερο κόστος δανεισµού θα λύσει τα χέρια στις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την οικονομία και παράλληλα θα ενισχύσει την κερδοφορία. Οι ελληνικές τράπεζες, επίσης, θα ωφεληθούν από τη μεγαλύτερη αξία που θα έχουν τα ενέχυρα που καταθέτουν για δανεισµό από την ΕΚΤ.
Αναβαθµισµένα θα είναι τα senior οµόλογα από τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή», ενώ τυχόν νέες τιτλοποιήσεις θα γίνουν µε χαµηλότερο κόστος για τη λήψη κρατικών εγγυήσεων.