Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αναμένεται να ξεκινήσει να περιορίζει την εξαγωγή δύο καίριων πρώτων υλών για την κατασκευή ημιαγωγών, εντείνοντας τον «πόλεμο των μικροτσίπ» με τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τους νέους κανονισμούς, η κινεζική κυβέρνηση θα πρέπει να παρέχει ειδική άδεια σε όποιες εταιρείες θέλουν να εξάγουν γάλλιο και γερμάνιο από τη χώρα. Σημειωτέον πως, σύμφωνα με το BBC, οι πρώτες ύλες αυτές δεν χρησιμοποιούνται μόνο για τα μικροτσίπ, αλλά παίζουν και σημαντικό ρόλο στον στρατιωτικό εξοπλισμό.
Οι νέες απαγορεύσεις από το κινεζικό πολιτμπιρό ακολουθούν αντίστοιχες κινήσεις της Ουάσινγκτον για περιορισμό της πρόσβασης του Πεκίνου στα μικροτσίπ προηγμένης τεχνολογίας.
«Το timing της ανακοίνωσης αυτής από την Κίνα δεν είναι τυχαίο, δεδομένων των περιορισμών πολλαπλών χωρών», σύμφωνα με τον αναλυτή της BMO Capital markets, Κόλιν Χάμιλτον, ο οποίος προσέθεσε πως «το Πεκίνο εν ολίγοις ανακοίνωσε πως εάν δεν παραλάβει μικροτσίπ δε θα απελευθερώσει τις πρώτες ύλες για την κατασκευή τους».
«Παρατηρούμε πως όλο και περισσότερες χώρες αποφεύγουν το αφήγημα της παγκοσμιοποίησης και στρέφονται στον προστατευτισμό», τόνισε ο ερευνητής του Πανεπιστημίου του Birmingham, Δρ. Γκάβιν Χάρπερ, προσθέτοντας πως «η ιδέα των διεθνών αγορών και της εύκολης πρόσβασης στις πρώτες ύλες έχει, πια, τελειώσει. Η δυτική βιομηχανία ενδέχεται να αντιμετωπίζει μία νέα υπαρξιακή απειλή».
Το αρσενίδιο του γαλλίου το οποίο αποτελεί παράγωγο του γαλλίου και του αρσενίου, χρησιμοποιείται σε μικροτσίπ υψηλών συχνοτήτων, αλλά και στην κατασκευή LEDs και ηλιακών πάνελ.
Το γερμάνιο, από την πλευρά του, χρησιμοποιείται στην παραγωγή μικροεπεξεργαστών και ηλιακών κυψελών, αλλά και σε ειδικά γυαλιά θερμικής οράσεως τα οποία χρησιμοποιούνται για στρατιωτικούς σκοπούς.
«Ενδέχεται να υπάρχει αρκετή προσφορά όσον αφορά το γερμάνιο από τις δυτικές εξορυκτικές, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά αποθέματα γαλλίου», τόνισε πρόσφατα εκπρόσωπος του αμερικανικού Πενταγώνου, προσθέτοντας πως «το ΥΠΕΘΑ των ΗΠΑ λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την αύξηση παραγωγής και επεξεργασίας των κρίσιμων αυτών πρώτων υλών για τους κλάδους της διαστημικής και της τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων του γαλλίου και του γερμανίου».
Τον περασμένο Οκτώβριο, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε πως θα χρειαστεί να εκδώσει επίσημες άδειες για τις εταιρείες οι οποίες εξάγουν μικροτσίπ προς την Κίνα και οι οποίες χρησιμοποιούν αμερικανικά εργαλεία ή λογισμικό για την κατασκευή τους, όπου και να βρίσκονται αυτές.
Η Κίνα έχει πολλάκις κατηγορήσει τις ΗΠΑ για «τεχνολογική ηγεμονία», λόγω των κυρώσεων της αμερικανικής κυβέρνησης.
Τους τελευταίους μήνες, ως ανταπάντηση, το Πεκίνο επέβαλε περιορισμούς σε αμερικανικές εταιρείες οι οποίες συνδέονται με τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις, όπως τον κολοσσό αεροδιαστημικής Lockheed Martin.
Παρ’ όλα αυτά, η διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων και η δημιουργία ορυχείων και μονάδων επεξεργασίας μεταλλευμάτων όπως το γάλλιο και το γερμάνιο θα πάρει πολλά χρόνια.
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, οι πλούσιες σε ορυκτά χώρες όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς θεωρούν την κρίση αυτή ως ευκαιρία. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί προειδοποιούν πως η εργαλειοποίηση των πρώτων υλών ενδέχεται να δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αφού πολλές από τις «πράσινες» τεχνολογίες βασίζονται σε αυτά.
«Δεν πρόκειται για εθνικό αλλά για διεθνές πρόβλημα. Ελπίζω πως οι ρυθμιστικές αρχές θα μπορέσουν να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να μιλήσουν ώριμα, αφού η εύρυθμη παροχή των πρώτων υλών αυτών είναι κρίσιμη για την ενεργειακή μετάβαση», τόνισε ο Δρ. Χάρπερ, προσθέτοντας πως «ο μέσος καταναλωτής μπορεί να μη νοιάζονται για το γάλλιο και το γερμάνιο αλλά νοιάζονται για το πόσο ακριβή θα είναι η μετάβαση αυτή. Οι πολιτικές οι οποίες ακολουθούνται σε όλες τις γωνιές του κόσμου πολλές φορές έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα όλων».