Βροχή πέφτουν πλέον οι αποφάσεις σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο με τις οποίες ξηλώνονται έλεγχοι που έχουν γίνει για τη λεγόμενη «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας» στις λεγόμενες «λίστες».
Νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ουσιαστικά καθιστά μετέωρο το αποτέλεσμα ελέγχου που υπέστη φορολογούμενος ο οποίος είχε αποστείλει με έμβασμα ποσά στο εξωτερικό κατά την τριετία 2009-2011.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Capital.gr, το ανώτατο δικαστήριο, βασιζόμενο και σε παλαιότερη νομολογία του, έκρινε ότι ο χρόνος που εστάλη το έμβασμα στο εξωτερικό δεν είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διαπιστώνεται προσαύξηση περιουσίας, αλλά ως τέτοιος μπορεί να χαρακτηριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο εισέρρευσαν τα επίμαχα ποσά στον τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου από τον οποίο «έφυγε» το έμβασμα για τον τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου στο εξωτερικό.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε φορολογούμενος ο οποίος το 2009 έστειλε στο εξωτερικό ένα έμβασμα ποσού 733,21 ευρώ, το 2010 δέκα εμβάσματα συνολικού ποσού 3.100.000 ευρώ και το 2011 τρία εμβάσματα συνολικού ποσού 540.000 ευρώ, δηλαδή συνολικό ποσό εμβασμάτων 3.640.733,21 ευρώ.
Το ελεγκτικό κέντρο δέχτηκε ότι ο φορολογούμενος μπορούσε να επικαλεστεί ανάλωση κεφαλαίου προηγούμενων ετών περίπου 163.000 ευρώ και έτσι έκρινε ότι ποσό ύψους 3,47 εκατ. ευρώ στις χρήσεις 2010 και 2011 είναι προϊόν αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας και του επέβαλε υπέρογκα πρόστιμα, πρόσθετους φόρους και προσαυξήσεις (περίπου 3,3 εκατ. ευρώ).
Μάλιστα, δεν δέχτηκε τα επιχειρήματα του ελεγχόμενου ότι τα ποσά αυτά καλύπτονται από ρευστοποίηση επενδυτικών προϊόντων, από χρήματα που είχε φέρει στην Ελλάδα με τη ρύθμιση επαναπατρισμού κεφαλαίων του 2004 καθώς και δάνεια που είχε λάβει από τράπεζες.
Η φορολογική αρχή ουσιαστικά χαρακτήρισε το ποσό των 3,47 εκατ. ευρώ ως εισόδημα που προέρχεται από άγνωστη και μη δικαιολογημένη πηγή των ετών 2010 και 2011, δηλαδή κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν τα εμβάσματα.
Μάλιστα, η σχετική απόφαση επικυρώθηκε και από το Εφετείο στο οποίο προσέφυγε ο ελεγχόμενος.
Ωστόσο, προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο τον δικαίωσε κρίνοντας – επικαλούμενο μάλιστα και παλαιότερη νομολογία του – ότι:
– Η μεταφορά, με έμβασμα, χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου (στον οποίο δεν υπάρχει συνδικαιούχος) σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν ενέχει προσαύξηση της περιουσίας του.
– Το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε το έμβασμα φορολογείται ως εισόδημα της χρήσης/διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία (προκύπτει ότι) εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού και, συνεπώς, κρίσιμος δεν είναι, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, αλλά ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή, σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσής του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματά του) στον τραπεζικά λογαριασμό, του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο
(προκύπτει ότι) επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του.
Στην πράξη η υπόθεση επιστρέφει στο Εφετείο το οποίο, βάση της απόφασης του ΣΤΕ, θα καλέσει με νέα απόφασή του τη φορολογική διοίκηση να θεωρήσει ως έτη απόκτησης του εισοδήματος που δεν μπόρεσε –κατά την κρίση της- να δικαιολογήσει ο φορολογούμενος τα έτη – χρήσεις κατά τα οποία τροφοδοτήθηκε ο τραπεζικός λογαριασμός του φορολογούμενου με τα ποσά που στη συνέχεια εμβάστηκαν στο εξωτερικό.
Πρόκειται στην ουσία για νέο έλεγχο και μεταφορά των ποσών που δεν δικαιολογήθηκαν σε παλαιότερες χρήσεις.
Όπως λένε έμπειρα στελέχη της φορολογικής διοίκησης ουσιαστικά ο έλεγχος θα πρέπει να επαναληφθεί με υπολογισμό ανά έτος των ποσών που δεν δικαιολογούνται από τις φορολογικές δηλώσεις του φορολογούμενου.