Πρόβλημα έχει δημιουργηθεί στο υπουργείο Οικονομικών με τις νέες αντικειμενικές αξίεςτων ακινήτων. Το ΥΠΟΙΚ φαίνεται να μην μπορεί να προσδιορίσει τις νέες αντικειμενικές αξίες.
Γι΄ αυτό, σύμφωνα με το protothema.gr, επιστρατεύει τοπικές επιτροπές, που θα βγάζουν τιμές, εκεί που δεν υπάρχουν στοιχεία.
Μιλώντας σε συνέδριο, η υφυπουργός Οικονομικών και πρόεδρος της Επιτροπής για την αναθεώρηση των αντικειμενικών αξιών, Κατερίνα Παπανάτσιου, παραδέχτηκε με την ανάγκη να προσαρμοστούν στις τρέχουσες εμπορικές, αλλά επισήμανε ότι, ενώ ετοιμάζεται το λογισμικό για τον υπολογισμό τους, δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία, για να καθοριστούν σωστές τιμές.
Για το λόγο αυτό, αν και δεν είπε πότε τελικά θα αλλάξουν οι αντικειμενικές τιμές των ακινήτων, η Κατερίνα Παπανάτσιου προανήγγειλε ότι, μαζί με το πληροφοριακό σύστημα που δημιουργείται, θα διατηρηθούν οι τοπικές επιτροπές που δίνουν στοιχεία τιμών των ακινήτων, αλλά θα υπάρχει και δευτεροβάθμια επιτροπή για την διόρθωση τυχόν αποκλίσεων και λαθών που θα διαπιστώνονται.
Όπως είπε η Κατερίνα Παπανάτσιου:
– Η χώρα έχει δεσμευτεί να ολοκληρώσει το έργο της αναθεώρησης των αντικειμενικών αξιών μέχρι το τέλος του έτους.
– Στόχος σε αυτή τη φάση είναι αποκλειστικά η αναπροσαρμογή των τιμών ζώνης και όχι άλλων παραμέτρων του συστήματος αντικειμενικών αξιών.
– Επιπλέον, προετοιμάζεται η δημιουργία ενός πληροφοριακού συστήματος, που δεν θα χρησιμοποιηθεί για μία μόνο φορά, αλλά θα προσφέρει συνεχή ενημέρωση για τις εξελίξεις στην αγορά ακινήτων.
– Για το λόγο αυτό έχει συσταθεί μία Ομάδα Εργασίας, που αποτελείται από εκπροσώπους του υπουργείου Οικονομικών, της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, της ΕΛΣΤΑΤ, της Τράπεζας της Ελλάδας και του Κτηματολογίου.
– Ωστόσο στην παρούσα κατάσταση δεν λείπουν μόνο οι αγοραστές, αλλά λείπουν και οι πωλητές. Ο υποψήφιος αγοραστής θα πρέπει να διαλέξει μόνο μεταξύ των ακινήτων που προσφέρουν πωλητές που βρίσκονται σε πίεση. Κατά συνέπεια, τόσο από την άποψη της έλλειψης ρευστότητας όσο και της διάρκειά της, η ελληνική αγορά ακινήτων είναι μια μοναδική περίπτωση διεθνώς.
Παρά τις δυσκολίες, η ομάδα εργασίας που ασχολείται με το έργο αυτό έχει λύσει κατά το μεγαλύτερο μέρος δύσκολα νομικά ζητήματα για την προστασία του φορολογικού, τραπεζικού και στατιστικού απορρήτου.
Πλέον, βρίσκεται στο στάδιο των δοκιμών, ώστε να οριστικοποιηθεί το στατιστικό υπόδειγμα, ο αλγόριθμος, που θα μετατρέπει τελικά τα εισερχόμενα δεδομένα σε τιμές ζώνης.
Το σύστημα αυτό τροφοδοτείται από τα δεδομένα των πράξεων στα συμβολαιογραφεία, από τα στοιχεία των τραπεζών που στηρίζονται σε φυσικές εκτιμήσεις των ακινήτων και από τα μισθωτήρια συμβόλαια, που οδηγούν σε μια οιονεί αξία του ακινήτου.
– Ωστόσο, η ομάδα εργασίας διαπίστωσε ότι η κατάσταση στην αγορά ακινήτων είναι τέτοια, που δεν επιτρέπει τον αυτόματο υπολογισμό τιμών ζώνης. Στη συντριπτική πλειονότητα των τιμών ζώνης δεν υπάρχουν καθόλου συναλλαγές, ενώ σε μεγάλο αριθμό των υπολοίπων οι συναλλαγές είναι πολύ λίγες. Αυτό προκύπτει από τη συγκέντρωση και ανάλυση των δεδομένων από τις διαφορετικές πηγές.
– Η λειτουργία των τοπικών επιτροπών θα συνεχιστεί και στη νέα εποχή, χωρίς όμως να αίρεται το ερώτημα «πώς οι επιτροπές θα προσδιορίσουν τις αντικειμενικές αξίες εκεί που δεν υπάρχουν συναλλαγές».
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, αλλά και να λυθούν άλλα ζητήματα που έχουν διαπιστωθεί στο παρελθόν, όπως είναι η ταχύτητα και η τάση υποτίμησης των αξιών λόγω τοπικών συμφερόντων, σχεδιάζεται ένας άλλος τρόπος λειτουργίας των επιτροπών, ώστε να μπορούν όχι μόνο να συσταθούν άμεσα, αλλά να δώσουν τα αποτελέσματα ταχύτατα, έγκυρα, με ενιαίο τρόπο και εντός των προθεσμιών.
– Επιπλέον, σχεδιάζεται η δημιουργία μιας δευτεροβάθμιας επιτροπής, η οποία θα παρεμβαίνει όταν διαπιστώνονται σημαντικές αποκλίσεις στις τιμές που δίνουν οι τοπικές επιτροπές, ώστε να προλαμβάνονται στρεβλώσεις μικροπολιτικής φύσης.
Η Κατερίνα Παπανάτσιου δήλωσε ότι «η χώρα μας αποκτά πλέον ένα πολύ προωθημένο πληροφοριακό σύστημα για τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικό, αδιαμφισβήτητο και έγκαιρο τρόπο. Το σύστημα αυτό είναι ένα εργαλείο για σήμερα αλλά κυρίως θα είναι για το μέλλον» που θα επιτρέψει μια πιο στοχευμένη και δίκαιη φορολογική πολιτική».