Πού θα σταματήσει το δολάριο; Αυτό είναι πλέον το ερώτημα που απασχολεί τις αγορές, αλλά και όλους όσοι παρακολουθούν τις οικονομικές εξελίξεις, καθώς το αμερικανικό νόμισμα δείχνει ασταμάτητο σε μια περίοδο που η ανοδική του πορεία δημιουργεί παρενέργειες σε όλο τον κόσμο.
Το ευρώ είναι 15% χαμηλότερα σε σχέση με το δολάριο από την αρχή του χρόνου και 18% χαμηλότερο σε σχέση με ένα «καλάθι» των 6 σημαντικότερων νομισμάτων.
Η συμβολική ισοτιμία του ένα προς ένα με το δολάριο έχει ήδη διασπαστεί προς τα κάτω (κινείται 0,97 δολάρια για ένα ευρώ) ενώ σχεδόν όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο ότι η πτώση του ευρώ θα συνεχιστεί και δεν αποκλείεται η ισοτιμία να φτάσει στα χαμηλά των αρχών της δεκαετίας του 2000, περίπου 10% χαμηλότερα από το σημερινό επίπεδο.
Προς το παρόν, η FED δείχνει αποφασισμένη να συνεχίσει τον ανοδικό χορό των επιτοκίων, παρά την ύφεση που δείχνει να έρχεται για την αμερικανική οικονομία αλλά και χωρίς να κάμπτεται από τις παρενέργειες στην παγκόσμια οικονομία.
Τι θα μπορούσε να την σταματήσει; Ίσως ένα κραχ στα χρηματιστήρια, όπως πιστεύουν ορισμένοι αναλυτές. Προς το παρόν, πάντως, η υποχώρηση των τιμών των μετοχών είναι συνεχής, αν και σταδιακή.
Η τάση ενισχύεται από το γεγονός ότι το αμερικανικό νόμισμα παραμένει το σημαντικότερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, το ύστατο καταφύγιο ασφαλείας -πριν το χρυσό- σε περιόδους αστάθειας και αβεβαιότητας όπως η σημερινή.
Η άνοδος του δολαρίου αναγκάζει και τις άλλες κεντρικές τράπεζες να ακολουθήσουν με αυξήσεις επιτοκίων προκειμένου να μετριάσουν την υποτίμηση των δικών τους νομισμάτων.
Στη σημερινή συγκυρία, όμως, που η παραγωγή έχει χτυπηθεί από το κοκτέιλ της ακριβής ενέργειας και της έλλειψης πρώτων υλών, το όφελος της υποτίμησης στις εξαγωγές εξανεμίζεται -σε μικρότερο βαθμό για τις υπηρεσίες, όπως ο τουρισμός που είναι πολύ σημαντικός για την Ελλάδα.
Η άνοδος του δολαρίου, επομένως, γίνεται «τοξική» ακόμα και για παραδοσιακά εξαγωγικές οικονομίες, όπως η γερμανική που έχει γονατίσει από την ακριβή ενέργεια και την έλλειψη πρώτων υλών. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Κίνα, της οποίας η συμμετοχή στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα από τη Δύση και περιορίζεται, ενώ την ίδια στιγμή το Πεκίνο προσπαθεί να αποφύγει την εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό -μια προσπάθεια που δυσκολεύει όσο το κινεζικό νόμισμα υποχωρεί και αυτό έναντι του δολαρίου.
Το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ, που αποτελεί το βαρόμετρο της αγοράς, έχει ανέβει από αρνητικό (-0,5%) στο 0,75% ύστερα από δύο αυξήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότερες εκτιμήσεις οριοθετούν στο 1,5%-1,75% το λεγόμενο «ουδέτερο» επιτόκιο για την ευρωζώνη, εκείνο δηλαδή που δεν τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, αλλά ούτε προκαλεί ύφεση, αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος πώς θα αποφευχθεί η βουτιά του ευρώ εάν το επιτόκιό του ευρώ βρίσκεται στο 1,75% τη στιγμή που εκείνο του δολαρίου θα κινείται κοντά στο 5%.
Η πίεση για αύξηση του επιτοκίου της ΕΚΤ επομένως διαρκώς θα αυξάνεται και το δίλημμα θα γίνεται μεγαλύτερο: Θα αυξηθεί το επιτόκιο προκαλώντας ύφεση στην οικονομία ή θα συνεχίσει η κατρακύλα του ευρώ, ανεβάζοντας το κόστος της εισαγόμενης ενέργειας η οποία τροφοδοτεί τον πληθωρισμό;
Πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές φοβούνται το χειρότερο, ότι -τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα- θα συμβούν και τα δύο: Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να ανεβάζει το επιτόκιο αλλά ο πληθωρισμός δεν θα υποχωρεί.
Το ενδεχόμενο παγκόσμιας ύφεσης επισημάνθηκε από πολλές πλευρές στη διάρκεια της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Ουάσιγκτον.