Το «σύστημα» (πάντα στο Ελλαδιστάν λειτουργεί ένα «σύστημα», με τον ίδιο γνωστό και στις πέτρες κεντρικό βραχίονα σε όλες τις περιόδους) άπλωσε το τυράκι της «παρακολούθησης» του κ. Ανδρουλάκη στον νεόκοπο επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ, ο ίδιος το είδε, αλλά, όπως συμβαίνει πάντα, δεν είδε τη φάκα, τσίμπησε στην δήθεν ευκαιρία να γίνει πολιτικά «νοματαίος», ενώ είναι σε απόλυτη γνώση της προφανούς αδυναμίας του να πείσει οποιονδήποτε σε αυτή τη χώρα και το κόλπο ξεκίνησε να εξελίσσεται ομαλά.
Όταν το έδαφος προετοιμάστηκε όπως έπρεπε και ο θεσμικότατος για μια ακόμη φορά Μητσοτάκης έπεσε στην παγίδα της πολιτικής αντιμετώπισης μιας κανονικής αλητείας, εμφανίστηκε (ενημερωμένος από πριν και προετοιμασμένος) στο προσκήνιο το κανονικό πουλέν του «συστήματος», ο Αλέξης Τσίπρας να αναλάβει την πολιτική διαχείριση της παγίδας και να την αναγάγει σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα για το επόμενο, έως τις εκλογές, χρονικό διάστημα.
Στην υπηρεσία του τέθηκαν όλα τα όπλα του «συστήματος»: Τα λαμόγια της ΕΥΠ, οι αριστεροί της ΕΥΠ, οι διορισμένοι από τον Σύριζα στην ΕΥΠ, οι αιχμάλωτοι οικονομικά δήθεν «εκδότες» της κακιάς ώρας, κάτι πρώην δικαστικοί του ΣτΕ που είναι πασίγνωστο ποιος το ελέγχει, μερικοί ανησυχούντες συνταγματολόγοι και ελάχιστοι ευαισθητούληδες του κέντρου, όλοι μαζί, ομού κι αντάμα στον αγώνα να κοντύνει ο Μητσοτάκης και να καταστεί ευκολότερα διαχειρίσιμος (ο ίδιος και τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης).
Ο Ανδρουλάκης βγήκε εύκολα και γρήγορα από την εικόνα επειδή δεν ωφελούσε κανένα η παραπέρα παραμονή του (η παρουσία του μάλλον θόλωνε την εικόνα του άχαστου ηγέτη, δεν υπάρχει δίπολο στην πορεία προς την εξουσία), άλλωστε για γρήγορη κατανάλωση εκλέχτηκε πρόεδρος στο φάντασμα του παλαιού ΠΑΣΟΚ, οι ισορροπίες που πήγαν να χαθούν στον χώρο της κεντροαριστεράς σύντομα αποκαταστάθηκαν, όλο το βάρος μαζί με τα «χαρτιά» έπεσε στον άχαστο ηγέτη, ο ίδιος είχε απόλυτη ανάγκη μια τέτοια ένεση επειδή είχε περιπέσει σε πολιτική μελαγχολία.
Στην ουσία ο Κυριάκος Μητσοτάκης παλεύει, με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές, με ένα παραδοσιακά δομημένο και εξαιρετικά ισχυρό επιχειρηματικό σύστημα, που έχει άκρες σε όλους τους κρίσιμους τομείς λειτουργίας του κράτους (Ένοπλες δυνάμεις, αστυνομία, δικαστικό σώμα, παρακρατικές υπηρεσίες κ.λ.π.) κι επιχειρεί να κερδίσει με μια μονοθεματική ατζέντα, με έπαθλο την διαχείριση των δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Δεν παλεύει με δύο χαμένες υποθέσεις: έναν Ανδρουλάκη «πρόεδρο μιας χρήσεως» που ήδη καταναλώθηκε και εξατμίστηκε κι έναν Τσίπρα σε βαριά πολιτική (μόνο;) κατάθλιψη, ιδεολογικά χαπακωμένο, στηριγμένο σε κομματικές πατερίτσες, χαμένο στο διάστημα και εύκολα χειραγωγίσιμο.
Αυτοί οι δύο δεν μπορούν ποτέ να είναι αντίπαλοι του Μητσοτάκη, τον θεσμικό στην κοινοβουλευτική δημοκρατία ρόλο τους τον παίζουν οι γνωστοί αργυραμοιβοί του δήθεν «επιχειρείν», Ανδρουλάκης και Τσίπρας είναι δύο απλά ενεργούμενα, ο πρώτος ό,τι είχε να δώσει στον «αγώνα» το έδωσε και πάει καλιά του, ο δεύτερος παραμένει ενεργός επειδή κάποιος χρειάζεται να είναι μπροστινός και να ξεφουρνίζει ατάκες προετοιμασμένες από τα επιτελεία των επικοινωνιολόγων.
Η μεγάλη δυσκολία του Μητσοτάκη είναι πως δεν μπορεί να μιλήσει ανοιχτά για ό,τι αντιμετωπίζει, ούτε να προσδιορίσει ή να φωτογραφίσει έστω τα συμφέροντα, στην ουσία παίζει με έναν αόρατο στο κοινό μάτι αντίπαλο, παρότι όλοι στη χώρα γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα και τους περισσότερους από όσους συγκροτούν το ιστορικό «επιχειρείν».
Το μέγα λάθος του Μητσοτάκη είναι πως πίστεψε ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα απέναντι σε συμμορίες με θεσμικές επιλογές και πολιτικό λόγο, έχασε μια τεράστια ευκαιρία να καθαρίσει τη μπουγάδα στις αρχές της παντοκρατορίας του και να έχει απέναντι του «κάτι μικρά κι αδύναμα ανθρωπάκια που παριστάνουν τους επιδρομείς», τώρα λούζεται τις επιλογές του.
Θα κερδίσει και πάλι στο τέλος, αλλά αυτή τη φορά με τραύματα και γρατζουνίσματα, είναι πολλοί πρόθυμοι να τον τραυματίσουν, είναι πολλά τα λεφτά και λίγα τα ωραία μάγουλα για να τα χαϊδέψεις.
Όσοι εξακολουθούν να υπολογίζουν στη νίκη του περιμένουν πως στην δεύτερη φορά δεν θα είναι τόσο θεσμικά ευαίσθητος, ούτε θα συνεχίσει να επιχειρεί να διαχειρίζεται τον πολιτικό υπόκοσμο με όρους «αγαπάτε αλλήλους», αυτά είναι ωραίες πολιτικές θεωρίες με μηδενική πρακτική αξία, η δημοκρατία επιτρέπει σε όλους να την αμφισβητούν, ακόμη και να την πολεμάνε σκληρά, αλλά έως ενός ορίου, μετά απαντάει και η απάντηση της είναι συντριπτική.
Ο κ. Μητσοτάκης βιώνει αυτή την περίοδο το δράμα να μπορεί να πει (και να αποδείξει) χιλιάδες ιστορίες, αλλά να περιορίζεται μόνο σε νοήματα, επειδή όταν μπορούσε (κι έπρεπε) έκανε εσφαλμένες επιλογές απέναντι στους βασικούς αντιπάλους του.