Δύσκολη αποδεικνύεται η εξίσωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς παρά τις συνεχείς αυξήσεις του κόστους δανεισμού στην Ευρωζώνη από τον Ιούλιο του 2022, ο πληθωρισμός παραμένει σε επίπεδο άνω του 5% (5,3% τον Αύγουστο)
Η ΕΚΤ βλέπει ότι η οικονομία της ευρωζώνης πέφτει σε στασιμότητα και κινδυνεύει από στασιμοπληθωρισμό, παρότι έχει ανεβάσει τα επιτόκια λιγότερο από ότι οι ΗΠΑ, όπου ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος, ενώ η οικονομία αναπτύσσεται περισσότερο.
Το πρόβλημα της ΕΚΤ είναι ότι, καθώς η νομισματική πολιτική γίνεται αυστηρότερη, οι εταιρείες τροφίμων αλλά και εταιρείες από άλλους κλάδους αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους τους και προσθέτουν το κέρδος στην τιμή με αποτέλεσμα οι τιμές να συνεχίζουν να ανεβαίνουν.
Επιπλέον, η Γερμανία, που αποτελεί μεγάλο τμήμα της οικονομίας της ευρωζώνης, παρουσιάζει υψηλό πληθωρισμό και χαμηλή ανάπτυξη, λόγω της ειδικής κρίσης που αντιμετωπίζει η οικονομία της, η οποία έχασε το πλεονέκτημα των φθηνών ρωσικών καυσίμων μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ακόμη παράγοντες της ΕΚΤ κατά καιρούς κριτικάρουν τις κυβερνητικές παρεμβάσεις για στήριξη των καταναλωτών, είτε με μείωση του ΦΠΑ όπως έγινε στην Ισπανία, είτε με επιδόματα όπως έγινε στην Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού, με το σκεπτικό ότι οι ενισχύσεις αυτές συντηρούν την κατανάλωση και δεν έχουν αποτέλεσμα στον πληθωρισμό.
Η ΕΚΤ 0έχει ανεβάσει τα επιτόκια με τα οποία παρεμβαίνει στην αγορά στο (3,75% για το χρήμα που «παρκάρουν» οι εμπορικές τράπεζες σε καταθέσεις στην κεντρική τράπεζα και 4-4,25% για τα δάνεια που λαμβάνουν από αυτήν), με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το γενικό επίπεδο επιτοκίων και να «φρενάρει» την οικονομική δραστηριότητα.
Έτσι, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην ευρωζώνη έπεσε στο 0,3% κατά το δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς.
Την ίδια στιγμή, στις ΗΠΑ η εικόνα παρουσιάζεται αρκετά καλύτερη, καθώς η ομοσπονδιακή τράπεζα έχει ανεβάσει πιο επιθετικά το δικό της επιτόκιο παρέμβασης, στο 5,25-5,50%, ο πληθωρισμός είχε πέσει στο 3,2% τον Ιούλιο, ενώ το ΑΕΠ παρουσίασε ρυθμό αύξησης 2,1% το δεύτερο τρίμηνο.
Το ερώτημα τώρα επομένως είναι τι θα κάνουν οι κεντρικές τράπεζες στη συνέχεια; Θα προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις ή θα αρχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια;
Για την ευρωζώνη η απάντηση θα δοθεί στην επόμενη συνεδρίαση, στις 14 Σεπτεμβρίου, με το μήνυμα που εκπέμπει η ΕΚΤ να είναι «γερακίσιο» ήτοι υπέρ της σκληρής στάσης στο θέμα των επιτοκίων.
Στα πρακτικά του συμβουλίου της ΕΚΤ που δόθηκαν στη δημοσιότητα στο τέλος Αυγούστου γίνεται αναφορά στον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού, αλλά και στο συμπέρασμα ότι «είναι προτιμότερο να γίνει πιο αυστηρή η νομισματική πολιτική παρά να μην γίνει αρκετά αυστηρή. Πριν αποφασίσει να σταματήσει τον κύκλο σύσφιξης, το Διοικητικό Συμβούλιο χρειάζεται σαφέστερες ενδείξεις για το εάν ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς τον στόχο μόλις εξασθενίσουν οι επιπτώσεις των πρόσφατων κραδασμών».
Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ θα περιμένει πρώτα να δει σημάδια ουσιαστικής υποχώρησης του πληθωρισμού πριν χαλαρώσει την πολιτική της, ενώ δεν αποκλείεται να προχωρήσει και σε νέα αύξηση εάν χρειαστεί.
Επειδή όμως η επίπτωση στην ανάπτυξη στην ευρωζώνη είναι μεγαλύτερη από ότι στις ΗΠΑ, παρότι η αύξηση των επιτοκίων είναι μικρότερη, αρκετά μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ συνιστούν προσεκτικά βήματα, ανάμεσα σε αυτούς και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Αλλά ούτε και στις ΗΠΑ οι αναλυτές προβλέπουν ταχεία μείωση των επιτοκίων και η εκτίμηση είναι ότι θα παραμείνουν πάνω από το 5% για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι προ τριμήνου.
Αυτός είναι και ο λόγος που το δολάριο ισχυροποιείται έναντι του ευρώ.
Το πρόβλημα για την ΕΚΤ είναι ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν περιορισμένο αποτέλεσμα στον πληθωρισμό στα βασικά αγαθά και κυρίως στα τρόφιμα, καθώς οι επιχειρήσεις αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους τους και έτσι οι τιμές αυξάνονται, δεδομένου ότι η ζήτηση είναι ανελαστική και ο κόσμος συνεχίζει να καταναλώνει.
Τον πληθωρισμό «βοηθούν» και τα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις για να στηρίξουν τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, για τα οποία κατά καιρούς οι αρμόδιοι της ΕΚΤ διατυπώνουν κριτική, καθώς η εμπειρία έχει δείξει ότι τα μέτρα αυτά δεν εμποδίζουν την αύξηση των τιμών.
Το πρόσθετο πρόβλημα για την ΕΚΤ ονομάζεται «Γερμανία», καθώς στη χώρα αυτή ο πληθωρισμός επιμένει να κινείται πάνω από το 6%, ενώ η οικονομία είναι στάσιμη και φλερτάρει με τον στασιμοπληθωρισμό (ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν μηδέν στο δεύτερο τρίμηνο).
Η Γερμανία, λόγω μεγέθους επηρεάζει τα μέγιστα συνολικά την ευρωζώνη, αλλά τα προβλήματά της είναι ιδιαίτερα, καθώς η οικονομία της χώρας υποφέρει από το τέλος της φθηνής ρωσικής ενέργειας με την οποία τροφοδοτήθηκε το παραγωγικό και εξαγωγικό «θαύμα» της τελευταίας 20ετίας. Η ενεργειακή κρίση έχει ανεβάσει το κόστος σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και τροφοδοτεί περαιτέρω τον πληθωρισμό.