Η ενεργειακή κρίση έχει επιπτώσεις σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής μας και αυτό είναι εμφανές κυρίως στις αγορές τροφίμων, με την παραγωγή της επόμενης χρονιάς να διατρέχει άμεσο κίνδυνο.
Περίπου το 70% του κόστους της παραγωγής λιπασμάτων προέρχεται από τη χρήση φυσικού αερίου και τώρα που οι τιμές της ενέργειας ανεβαίνουν, το κόστος της παρασκευής αλλά και της μεταφοράς φαγητού αυξάνεται επίσης.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι απειλές του Πούτιν ότι η Ρωσία μπορεί να αλλάξει τις εξαγωγικές διαδρομές, είναι παράγοντες που αυξάνουν την αβεβαιότητα που επικρατεί στις αγορές τροφίμων.
Το πρόβλημα με μια ενεργειακή κρίση είναι ότι αποτελεί κρίση για τα πάντα. Σε έναν κόσμο, όπου η κάθε βιομηχανία βασίζεται σε ενέργεια κάθε μορφής, ο πληθωρισμός είναι αναπόφευκτος.
Όπως αναφέρει το ZeroHedge, αυτό το φαινόμενο δεν είναι κάτι καινούργιο – το βιώνουμε εδώ και δύο χρόνια. Αλλά την ώρα που οι κυβερνήσεις διεθνώς χρησιμοποιούν κάθε εργαλείο για να μειώσουν τον πληθωρισμό, αυτά που μπορούν να κάνουν για τις επερχόμενες ελλείψεις στα τρόφιμα, είναι πολύ λιγότερα.
Για μήνες, η αγροτική βιομηχανία προειδοποιεί ότι η παραγωγή τροφίμων του 2023 απειλείται σοβαρά, καθώς η βιομηχανία λιπασμάτων βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Τα βιομηχανικά λιπάσματα NPK (ονομάζονται έτσι για τη σύνθεση τους από άζωτο, φώσφορο και οξείδιο του καλίου), εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις προμήθειες φυσικού αερίου.
Το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται σε μεγάλες ποσότητες για την παραγωγή των ιλύων φωσφορικής αμμωνίας που μετατρέπονται σε λίπασμα. Πράγματι, σύμφωνα με τον Όμιλο CRU, οι Ευρωπαίοι παραγωγοί λιπασμάτων χάνουν επί του παρόντος περίπου $2.000 για κάθε τόνο αμμωνίας που παράγεται. Έτσι, καθώς η Ρωσία διέκοψε και στη συνέχεια σταμάτησε επ’ αόριστον τη ροή φυσικού αερίου στην Ευρώπη, στέλνοντας τις τιμές του στα ύψη, ο τομέας λιπασμάτων έχει κόψει έως και το 70% εκατό της παραγωγικής του ικανότητας. Πρόκειται για ένα τεράστιο νούμερο. Τα εμπορικά λιπάσματα διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στο 40% με 60% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων.
Εκτός κι αν κάποιος παράγει τα τρόφιμα που καταναλώνει ή αν τα αγοράζει από κάποιον μικρό συνεταιρισμό, το πιθανότερο είναι ότι το σύνολο των τροφίμων εξαρτάται από τα βιομηχανικά λιπάσματα.
Ειδικοί στα τρόφιμα έχουν χτυπήσει εδώ και χρόνια το καμπανάκι κινδύνου ότι θα συμβεί μια τέτοια κρίση. Μετά από τόσες δεκαετίες της ελεύθερης χρήσης χημικών λιπασμάτων, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις εξαντλούνται από θρεπτικά συστατικά. Χωρίς την αυξημένη χρήση λιπασμάτων κάθε χρόνο, αυτές οι υποβαθμισμένες εκτάσεις θα μπορούν να παράγουν μόνο ένα κλάσμα της τωρινής τους παραγωγής και με χαμηλότερη διατροφική αξία.
Και όλα αυτά έρχονται να προστεθούν σε μια άλλη διατροφική κρίση που εκτυλίσσεται. Συνδυαστικά, η Ρωσία και η Ουκρανία παράγουν τόσο πολλά σιτηρά για την παγκόσμια αγορά που συχνά αναφέρονται ως το «παγκόσμιο καλάθι σιτηρών».
Η σύγκρουση στην περιοχή έχει θέσει σε κίνδυνο τις προμήθειες σιτηρών στην αγορά, δημιουργώντας μια συμπίεση τροφίμων στην υποσαχάρια Αφρική που ήταν εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι. Μια πρόσφατη εμπορική συμφωνία σιτηρών μεταξύ των Ηνωμένων Εθνών, της Μόσχας και του Κιέβου – η οποία προσπάθησε να μετριάσει αυτό το πρόβλημα παρέχοντας παράλληλα οικονομική βοήθεια στην κατεχόμενη Ουκρανία – εξόργισε τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Ενώ δέχτηκε να αφήσει αυτή τη συμφωνία να προχωρήσει –προς το παρόν– οι παλινωδίες που σημειώθηκαν δείχνουν την ακραία αστάθεια που επικρατεί στις αλυσίδες εφοδιασμού των σιτηρών και λιπασμάτων που σχετίζονται με τη Ρωσία.
Τον περασμένο Ιούλιο (όταν οι τιμές του αερίου ήταν αρκετά πιο χαμηλές και η διατροφική ασφάλεια δεν ήταν σε τόσο δεινή θέση) η Διεθνής Ένωση Λιπασμάτων εκτιμούσε ότι εάν ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία παραταθεί και οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου συνεχίσουν να μειώνουν τη χρήση λιπασμάτων, σχεδόν το 2% της παγκόσμιας παραγωγής καλαμποκιού, σιταριού, ρυζιού και σόγιας θα μπορούσε να χαθεί. «Ακόμη και μικρές μειώσεις στην παραγωγή σιτηρών μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές αυξήσεις τιμών», αναφέρει το Newsweek. Όπως πάντα, οι φτωχότερες χώρες θα πληρώσουν το μεγαλύτερο τίμημα. Η μείωση των σιτηρών των σιτηρών φέτος το καλοκαίρι στην Αφρική θα ωχριά σε σύγκριση με τις επισιτιστικές κρίσεις που ενδέχεται να πλήξουν τα αφρικανικά έθνη, το Μεξικό και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες με μεγάλους γεωργικούς τομείς που εξαρτώνται από τις εισροές.
Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ, είναι γιατί δεν δίνονται περισσότερα χρήματα και φυσικό αέριο στη βιομηχανία λιπασμάτων, αφού είναι τόσο ουσιώδη στην παραγωγή τροφίμων. Όπως ανέφερε στο Newsweek ο Τζον Χάρπολ, έμπορος φυσικού αερίου στον τομέα λιπασμάτων, «οι χώρες δεν μπορούν να επιβάλλουν την παραγωγή λιπασμάτων επειδή ανησυχούν για το αν έχουν αρκετό φυσικό αέριο για να θερμάνουν τα σπίτια των πολιτών. Θα πρέπει να διαλέξουν μεταξύ της μελλοντικής παραγωγής τροφίμων και της θέρμανσης. Και τελικά θα διαλέξουν (την πιο άμεση ανάγκη): τη θέρμανση».