Η ανάλυση των διεθνών σχέσεων, που με τη σμίκρυνση των αποστάσεων και την αμεσότητα πρόσβασης στην πληροφορία, γίνεται ενίοτε και βιωματική, επιβεβαιώνει ότι τα προβλήματα δεν επιλύονται, όσο δεν αντιμετωπίζονται οι πηγές εκπόρευσής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λεγόμενο μεταναστευτικό, πως μόλις λίγα χρόνια πριν συγκλόνισε την Ήπειρό μας και το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα και δοκίμασε τις αντοχές των κοινωνιών των κρατών μελών.
Η θυελλώδης ανάδειξή του, με την πάροδο δύο μόλις ετών ουσιαστικά ξεθύμανε. Νέα ζητήματα ανέκυψαν, που είχαν να κάνουν με τα ζητήματα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, τον ιστορικό αναθεωρητισμό ένιων τινών, ως προς την Ευρώπη και τις προοπτικές της, την Πανδημία και τον παγκόσμιο συναγερμό, τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που πυροδότησε, με παράπλευρες συνέπειες στο μέτωπο του πληθωρισμού.
Αίφνης κατά τα Κοινοτικά πράγματα και εξελίξεις και ενώ οι διακηρυχθείσες προτεραιότητες εξακολουθούν να είναι η μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία και η ψηφιακή διάχυση και σύγκλιση, όπως επίσης και η αναζήτηση ανταγωνιστικού βηματισμού για την Ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, το Μεταναστευτικό τίθεται εκ νέου ως κεντρικό ζήτημα του Συμβουλίου Κορυφής. Αφορμή είναι η κυοφορούμενη συμφωνία για την αλλαγή των κανόνων ως προς τη χορήγηση ασύλου, αλλά και τα χρηματοδοτικά εργαλεία, που συνοδεύουν τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει, όπως λέγεται να εγγραφούν 66 δισεκατομμύρια Ευρώ στον Κοινοτικό προϋπολογισμό για την υλοποίηση της νέας μεταναστευτικής πολιτικής. Από το ποσό αυτό 10,5 δισεκατομμύρια Ευρώ προορίζονται για τις χώρες που καλούνται να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών και οι οποίες εν πρώτοις περιλαμβάνουν την Τουρκία, την Τυνησία και τη Λιβύη. Ένα άλλο κονδύλι δύο δισεκατομμυρίων Ευρώ, προβλέπεται να διατεθεί για τη διαχείριση της εσωτερικής μετακίνησης των μεταναστών και της κατανομής τους στα κράτη μέλη.
Το 2023 ωστόσο δεν είναι 2015. Ούτε το μεταναστευτικό φαινόμενο, είναι ίδιον γνώρισμα της εποχής μας και του πολιτισμού μας. Μετακινήσεις πληθυσμών, τόσο σε επίπεδο ομάδων, όσο και φυλών, γίνονται καθ’ όλη τη ιστορική διαδρομή, σε αναζήτηση υδάτινων πόρων και μέσων διατροφής και συντήρησης των μετακινούμενων. Στην παρούσα χρονική συγκυρία οι κλιματολογικές συνθήκες και η έλλειψη πόρων στην Υποσαχάρια Αφρική, οι συγκρούσεις στο Σαχέλ, ο εμφύλιος στο Σουδάν, οι εθνοτικές ταραχές στην Αιθιοπία, η επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση στο Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, δημιουργούν αναρίθμητους υποψήφιους για να πυκνώσουν τις μεταναστευτικές ροές. Ο πόλεμος όμως στη Συρία πλέον δεν υφίσταται.
Ούτε και η επιλογή να χαρακτηριστεί το μεταναστευτικό ως προσφυγικό ζήτημα το 2015 και να τύχει ελαστικών όρων υπαγωγής του στη διαδικασία χορήγηση ασύλου και ανοχής, όσων διεκδικούσαν την ιδιότητα του πρόσφυγα. Το αρχικό κύμα συμπάθειας, διαδέχτηκε ο προβληματισμός, ο σκεπτικισμός και ο πραγματισμός. Υπό το πρίσμα αυτό θα αντιμετωπιστεί και η νέα προτεινόμενη μεταναστευτική πολιτική και οι όροι υιοθέτησης και εφαρμογής της.
Εις ότι μας αφορά απαιτείται εγρήγορση για τη διεκδίκηση των κονδυλίων που αντιστοιχούν στα όσα πραγματικά προσφέρουμε και εξ αντικειμένου θα συνεχίσουμε να προσφέρουμε. Αλλά και για να αποφευχθούν καταχρηστικοί συμψηφισμοί και εφεκτικότητα απέναντι στην Τουρκία. Είναι γνωστό ποιος καλείται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες από τα καλοπιάσματά της.