Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η εξάπλωσή τους αποτέλεσαν πραγματική επανάσταση στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, αφού δόθηκε η δυνατότητα σε άγνωστα μεταξύ τους άτομα και από διαφορετικές πόλεις ή και Χώρες, να γνωριστούν, να ανταλλάξουν απόψεις και να καταστούν αναγνωρίσιμα από το ευρύ κύκλο των ασχολούμενων με αυτά.
της Θάλειας Χούντα – δημοσιογράφου
Όπως συμβαίνει στα πάντα, υπήρξε και εδώ χρήση και κατάχρηση των δυνατοτήτων που παρέχονται, αφού σε πολλές περιπτώσεις, αν όχι στη συντριπτική πλειοψηφία, ο βασικός πρωταγωνιστής υπήρξε το «εγώ», με την αντίστοιχη προβολή ή υπερβολή ή την κατ’ επιλογή αλλοίωση της πραγματικότητας.
Μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό της δημόσιας επικοινωνίας και των όσων έχουν επακολουθήσει, έχουν καταγραφεί και παρατηρούνται πολλά θέματα κοινωνιολογικού χαρακτήρα, με βασικό αυτό του τί πλέον θεωρείται « το καλό» δηλαδή αυτό που εκφεύγει του μετρίου ή του συνήθους. Πως καθορίζεται «το καλό»; Εν προκειμένω, από τη χρήση ενός γεγονότος ή μίας συμπεριφοράς, το οποίο σύμφωνα με τον αριθμό αναμετάδοσης και σχολιασμού του, γίνεται αποδεκτό από πολλούς χρήστες, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται στην ίδια ομάδα ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι κατ’ επιλογή τους ασχολούνται με αυτό.
Είναι όμως κάτι τέτοιο αντικειμενικό; Η απάντηση είναι όχι. Και είναι απλή, γιατί εδώ αρχίζουν και προσμετρώνται η κοινή αποδεκτά λογική και οι παραστάσεις του καθ’ ενός, που σίγουρα δεν είναι ίδιες σε όλους και σίγουρα, δεν είναι ίδιες με τους μή ασχολούμενους με τα μέσα. Κοινώς, αν πολλοί θεωρούν το «μέτριο» ως «καλό», αυτό δεν σημαίνει, ότι θα αλλάξουμε τον βασικό ορισμό του «καλού» ή ότι θα αποδεχτούμε το «μέτριο».
Αν ανατρέξουμε στην καθημερινότητά μας, είναι εύκολο να βρούμε πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα ανθρώπων και συμπεριφορών, τα οποία επιβεβαιώνουν αυτή την προσπάθεια αλλοίωσης κάποιων βασικών κοινωνικών κανόνων. Ο χώρος της εργασίας σίγουρα παρέχει τέτοια δυνατότητα, δεδομένου του καλώς ή κακώς νοούμενου επαγγελματικού ανταγωνισμού και της προσπάθειας για ανέλιξη. Ο χώρος της πολιτικής, επίσης, αποτελεί «πεδίον δόξης λαμπρό», με χίλια όσα έχουμε μάθει ή επωμιστεί. Τέλος και ο κοινωνικός – φιλικός περίγυρος δίνει τη δυνατότητα αναγνώρισης ομοειδών φαινομένων, όπου άλλα ισχύουν και άλλα παρουσιάζονται να ισχύουν. Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι, ότι ενώ η αλλοίωση της πραγματικότητας είναι εμφανής, υπάρχει η έντονη προσπάθεια να παρουσιαστεί η πλασματική εικόνα σαν η αληθινή.
Πρέπει να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στην πραγματική του διάσταση, να είμαστε περήφανοι για όσα έχουμε καταφέρει και να προσπαθούμε για υπαρκτή καλυτέρευση. Η όποια εικονική πραγματικότητα δεν οδηγεί πουθενά και εν τέλει, δεν θα μπορέσει να διαμορφώσει το αύριο, αφού είναι επίπλαστη.
Και δεδομένων των πολύ σοβαρών καταστάσεων που βιώνουμε, ίσως θα έπρεπε να είναι το τελευταίο που θα μας απασχολεί, η αλλοιωμένη εικόνα μας προς τα έξω. Ούτε πρότυπο θα γίνει κάποιος ούτε σημείο αναφοράς με την προσπάθεια ανάδειξης και αλλοίωσης του «μέτριου» προς το καλύτερο. Σε κάθε περίπτωση, το «μέτριο» πάντα τέτοιο θα είναι και μάλιστα, είναι και αναγνωρίσιμο.