Η εποχή των μνημονίων δημιούργησε τη μόδα της «λίστας». Καταγγελίες τυλιγμένες με μυστήριο και απειλές περί συγκλονιστικών αποκαλύψεων εκτοξεύτηκαν για τη λίστα Λαγκάρντ, και τη λίστα Μπόργιανς. Έσκασαν με τον ήχο πασχαλινών πυροτεχνημάτων και ξεχάστηκαν. Τελευταία εμφανίστηκε μια άλλη λίστα, ντόπια αυτή τη φορά. Η περίφημη λίστα Πέτσα, που οδήγησε την αξιωματική αντιπολίτευση να ζητήσει Εξεταστική Επιτροπή.
Γράφει ο Κώστας Ιωάννου
Για την ανακούφιση όσων επλήγησαν από το πρώτο lockdown δόθηκαν με τη μορφή ενισχύσεων, επιδομάτων και βοηθημάτων 43 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή 43 χιλιάδες εκατομμύρια εκ των οποίων μόλις 20 (σκέτα) εκατομμύρια για τα ΜΜΕ. Επειδή τα πολλά εκατομμύρια προκαλούν ζάλη ας ξεκαθαρίσουμε: από τη μία έχουμε 43.000.000.000 κι από την άλλη 20.000.000 ευρώ. Και μόνο η εικόνα των μηδενικών δίνει σαφή ιδέα της σύγκρισης των δύο ποσών. Με την απλή μέθοδο των τριών (αριθμητική του Δημοτικού) προκύπτει ότι η χρηματοδότηση των ΜΜΕ αντιστοιχεί ακριβώς σε ποσοστό 0,046% ή στρογγυλεμένο 0,050% των συνολικών δαπανών.
Δηλαδή ο θόρυβος, ο θρήνος κι ο κοπετός έγινε για το 0,05%, ενώ δεν ερευνήθηκε πού πήγαν τα 99,95%. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι όσοι θεωρούσαν εκείνη την εκστρατεία ενημέρωσης θερμοκήπιο διαφθοράς, δύο χρόνια μετά ζητούσαν να γίνει νέα ενημέρωση, αυτή τη φορά για τον εμβολιασμό των άνω των 60 ετών, προκειμένου να πεισθούν οι αρνητές (συν κάποιο φιλοδώρημα προς εξαγορά τους)!
Όταν αντιλήφθηκαν ότι τα ποσά ήταν «ψίχουλα» (όπως θα έλεγαν σε άλλη περίπτωση) το τροπάριο άλλαξε. Υποστήριξαν ότι με αυτό το 0,05% των ενισχύσεων η κυβέρνηση εξαγόρασε τα ΜΜΕ ώστε να την λιβανίζουν και να υμνούν τον πρωθυπουργό. Προφανώς η γνώμη που έχουν για τα Μέσα και τους λειτουργούς της ενημέρωσης δεν είναι ιδιαιτέρως κολακευτική, αν πράγματι πιστεύουν πως, με αυτά τα ασήμαντα ποσά που δόθηκαν άπαξ, οι εφημερίδες, τα περιοδικά, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, τα τηλεοπτικά κανάλια και τα ειδησεογραφικά sites ξεπουλήθηκαν μια για πάντα.
Όσο απελπισμένοι και να ήταν οι ιδιοκτήτες μικρών επαρχιακών εφημερίδων που πληρώθηκαν με ποσά κάτω από τα 1.000 ευρώ δεν θα πουλούσαν τόσο φτηνά την αξιοπρέπειά τους. Το χαριτωμένο βίντεο με την νεαρά ηθοποιό που προσπαθεί να πιάσει χαρτονομίσματα που πέφτουν από ψηλά θα ήταν πολύ εύστοχο αν προκειμένου για τα ΜΜΕ η συμπαθής πρωταγωνίστρια κρατούσε ομπρέλα όταν ο ουρανός έβρεχε δισεκατομμύρια.
Στην περίφημη λίστα αναφέρεται ότι χρήματα, πάντοτε έναντι διαφήμισης, πήραν επίσης και ΜΜΕ που δεν λιβανίζουν την κυβέρνηση. Π.χ. από 10.500 ευρώ η «Αυγή» και ο «Ριζοσπάστης», 15.000 ευρώ η «Εστία», 30.000 ευρώ η «Εφημερίδα των Συντακτών», 60.000 ευρώ το «Έθνος» κ.λπ. Καμία δεν άλλαξε στρατόπεδο. Άλλαξε όμως το επιχείρημα.
Η νέα εκδοχή του «σκανδάλου» είναι ότι οι αντιπολιτευόμενοι πήραν λιγότερα σε σχέση με τους συμπολιτευόμενους. Πρόκειται για γλώττα λανθάνουσα. Εκτός κι αν υπονοούν ότι οι αντίπαλοι της κυβέρνησης θα είχαν εξαγοραστεί αν έπαιρναν… περισσότερα. Αν ισχύει αυτό, είναι ακατανόητη η απόφαση της κυβέρνησης να «ταΐσει» τα δικά της ΜΜΕ που έτσι κι αλλιώς θα την υποστήριζαν. Αν ήθελε να υποδουλώσει το ελεύθερο πνεύμα των αγέρωχων ιδεαλιστών θα ήταν εξυπνότερο και πιο αποτελεσματικό να «μπούκωνε» ακριβώς αυτούς που την πολεμούν με όσα εξοικονόμησε από τους «δικούς της».
Κανείς δεν πιστεύει ότι τα Μέσα έπρεπε να ενισχυθούν οριζοντίως, δηλαδή με διανομή του διαθέσιμου ποσού σε ίδιας μερίδια. Η «οριζοντίωση» είναι αδιανόητη. Τα ποσά δόθηκαν έναντι διαφήμισης όχι ως βοήθημα και είναι γνωστό ότι αλλιώς χρεώνει τη δημοσίευση μια εφημερίδα ή ένα κανάλι πανελλήνιας εμβέλειας κι αλλιώς ένα έντυπο περιορισμένης κυκλοφορίας ή ένα μικρό τοπικό κανάλι.
Τα κριτήρια τα θέτει η αγορά και η επιθυμία του διαφημιζόμενου: την τιμή καθορίζουν μεταξύ άλλων παράγοντες όπως η κυκλοφορία ή η ακροαματικότητα, η ηλικία, η μόρφωση, η οικονομική επιφάνεια, η κοινωνική θέση του κοινού στο οποίο απευθύνεται η διαφήμιση. Κανείς διαφημιζόμενος δεν θα πλήρωνε τα ίδια χρήματα στο «Πρώτο Θέμα» και στη «Φωνή των παντοπωλών». Επίσης το διαφημιζόμενο προϊόν πρέπει να είναι συμβατό όχι μόνο με την οικονομική επιφάνεια αλλά και με τις αντιλήψεις και τον τρόπο ζωής του κοινού. Κανείς δεν θα διάλεγε μια αριστερή εφημερίδα για να διαφημίσει Mercedes.
Καταθέτοντας στην Εξεταστική Επιτροπή ο εκπρόσωπος της εταιρίας Initiative, M. Γκάλγκος, αναφέρθηκε σε έναν αλγόριθμο βάσει του οποίου κατανεμήθηκαν οι διαφημίσεις της καμπάνιας. Είτε από αδυναμία να κατανοήσουν πώς λειτουργεί ο αλγόριθμος είτε από κομματική ιδιοτέλεια, το επιχείρημα αγνοήθηκε. Υπό την έννοια αυτή εξηγείται (όσο κι αν δυσαρεστεί) για ποιον λόγο αποκλείστηκαν από τη διαφήμιση εφημερίδες που μετείχαν σε εκστρατεία κατά του lockdown και διαφήμιζαν μαχητικά την ανυπακοή στα μέτρα κατά της πανδημίας: το διαφημιστικό μήνυμα δεν θα είχε απήχηση στο κοινό τους γιατί ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τα «φλογερά» άρθρα και τα «αποκαλυπτικά» ρεπορτάζ.
Άλλωστε κι οι ίδιοι οι εκδότες θα είχαν εκτεθεί στα μάτια των αναγνωστών τους γιατί θα «τα έπαιρναν» από εκείνους τους οποίους πολεμούσαν. Μια θεωρία λέει ότι όποιος έχει φιλότιμο αισθάνεται κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένος απέναντι σ’ εκείνον που τον χρηματοδοτεί έστω και αν αυτό γίνεται εντελώς νόμιμα: θεωρεί ότι αποδεχόμενος την αμοιβή παραχωρεί ένα μέρος από την ανεξαρτησία του. Υπενθυμίζεται ότι το παλιό «Ποντίκι» τήρησε τη δέσμευσή του πως δεν θα δημοσιεύσει ποτέ κρατική διαφήμιση και ο όμιλος Μαρινάκη αρνήθηκε να εισπράξει χρήματα για τη διαφήμιση της καμπάνιας «Μένουμε Σπίτι». Εν προκειμένω για άλλους φαίνεται πως δεν τίθεται θέμα φιλότιμου ή ανεξαρτησίας όταν πρόκειται για χρήμα.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, οι καταγγελίες περιορίστηκαν στον αποκλεισμό του Documento. Είναι κατανοητό να διαμαρτύρεται ο κ. Βαξεβάνης που τον «έκοψαν» από τη διαφήμιση. Κατανοητό επίσης ότι πάνω στην οργή του ισχυρίστηκε ότι η εταιρία τον παρουσίασε ψευδώς ως αντιεμβολιαστή- παρότι η καμπάνια άρχισε όταν τα εμβόλια «δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη» (Τσίπρας, τον Νοέμβριο του 2020).
Επίσης είναι λογικό να συμπλέει ο ΣΥΡΙΖΑ με τον αγαπημένο του εκδότη στη διαμαρτυρία όπως συμπλέουν και στην πολιτική. Η σκέψη όμως ότι τον απέκλεισε εκδικητικά το Μαξίμου μπορεί να μην ισχύει. Ίσως κάποιοι πίστεψαν ότι ο κ. Βαξεβάνης δεν έχει ανάγκη τις πενταροδεκάρες μετά από τα τρία εκατομμύρια που εισέπραξε από τον κ. Καλογρίτσα (σύμφωνα με έγγραφη μαρτυρία του τελευταίου).
Ας ληφθεί υπόψη ότι στο όχι μακρινό παρελθόν υπήρξαν περιπτώσεις τυχάρπαστων «εκδοτών» που με τα λαθρόβια έντυπά τους πολεμούσαν συστηματικά και εκβιαστικά πολιτικούς ενώ ήταν πάντα πρόθυμοι να σιωπήσουν αν εξασφάλιζαν γενναιόδωρη κρατική διαφήμιση. Ο κ. Βαξεβάνης δεν είναι απ’ αυτούς. Έχει έρωτα με την αποκαλυπτική δημοσιογραφία και καθαρά ιδεολογικά κίνητρα. Δεν εξαγοράζεται με τα «ψιλά» που έπαιρναν άλλοι, πλην όμως κάποιοι κακόπιστοι μπορεί να αμφισβητούσαν τις ευγενείς προθέσεις του, αν το Documento είχε συμπεριληφθεί στα «πετσωμένα» ΜΜΕ. Με τον αποκλεισμό του διατήρησε αλώβητη τη φήμη του.
Οι σκέψεις αυτές δεν πρόκειται να πείσουν όσους έχουν ήδη μορφώσει γνώμη. Το πολύ να καταγγείλουν το δημοσίευμα ως «πετσωμένο» και να ξεμπλέξουν ανακουφισμένοι. Πολλοί πιστεύουν ότι οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Σωστά, αλλά, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, «οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς»- ειδικά όταν οι αριθμοί δεν συμφωνούν με τις απόψεις τους. Όχι όμως να βάλουμε τους ανθρώπους και πάνω από τη λογική.