Τα όσα καταγγέλλει ο προφυλακισθείς πρώην υπουργός, αποτελούν όνειδος για τη δικαιοσύνη μιας Ευρωπαϊκής χώρας.
Κλείνοντας την τελευταία σελίδα του βιβλίου του Γιάννου Παπαντωνίου, του πρώην υπουργού Οικονομίας και Άμυνας των κυβερνήσεων Κώστα Σημίτη, τα συναισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο με απίστευτη ταχύτητα.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Οργή, θλίψη, απογοήτευση, αναγούλα… Και να φανταστεί κανείς ότι ο πρώην υπουργός, μαζί με τη σύζυγό του, βρέθηκαν στη φυλακή γιατί ο ίδιος ασχολήθηκε με την άμυνα της χώρας.
Ο Γιάννος Παπαντωνίου, που δεν έχει ακόμη δικαστεί, κατηγορήθηκε ότι ο εκσυγχρονισμός των 6 φρεγατών τύπου S που τότε κόστισε 381 εκατ. ευρώ θεωρήθηκε επιζήμιος για το Δημόσιο, όταν η Ελλάδα κινδύνευε να χάσει τον θαλάσσιο έλεγχο του Αιγαίου! Αν δεν αποφάσιζε τότε να αγοράσει νέες φρεγάτες θα έπρεπε να δαπανήσει 4 δις ευρώ τα οποία δεν υπήρχαν.
Ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που υπήρχαν, ο χρόνος αναμονής για την απόκτηση των νέων φρεγατών θα προσέγγιζε τα 12 χρόνια, με αποτέλεσμα την απώλεια του θαλασσίου έλεγχου του Αιγαίου για μία περίπου δεκαετία λόγω ραγδαίας απαξίωσης και απόσυρσης των μη εκσυγχρονισμένων παλαιών φρεγατών.
Για να μην κάνει πάρτυ λοιπόν σήμερα ο κύριος Ερντογάν, το τίμημα ήταν ο Έλληνας υπουργός να βρεθεί πάνω από 18 μήνες στη φυλακή… ως ύποπτος φυγής!!!
«Με την απόφασή μας τότε, γράφει ο Γιάννος Παπαντωνίου, κρατήσαμε ισχυρή την άμυνα της χώρας στη θάλασσα για 20 χρόνια με το ένα δέκατο του κόστους της εναλλακτικής λύσης! Η κατηγορία για απιστία κατά του Δημοσίου ήταν από την αρχή φαιδρή. Όσο για παράνομα έσοδα, αναλύω στην «Προσωπική Μαρτυρία» ότι το πόσο για το οποίο κατηγορούμαι, περίπου 2 εκατομμύρια ευρώ, προήλθε από εισοδήματα εργασίας στο εξωτερικό (ΟΟΣΑ, κλπ.), αποταμιεύσεις και χορηγίες από μέλη της οικογένειάς μου, τα οποία, από την πλευρά του πατέρα μου, είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια.
Το κυριότερο είναι ότι δεν εντοπίστηκε κανένα απολύτως ίχνος ροής χρήματος από οποιονδήποτε που είχε -ή θα μπορούσε να έχει- σχέση με προμήθειες του Δημοσίου προς εμένα. Τα χρήματα είναι αυταπόδεικτα δικά μου και της συζύγου μου. Η κατηγορία αυτή, για δήθεν ξέπλυμα, ήταν στημένη και αυθαίρετη.
Πρόκειται για παράδειγμα δικαστικού αυταρχισμού κατά πολιτικού, που θα διδάσκεται στο μέλλον στις Νομικές Σχολές.
Όπως γράφω στην «Προσωπική Μαρτυρία», τρομάζουν οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αποτελεί πρόκληση για το πολιτικό σύστημα να αναγνωρίσει ότι, για αρκετούς πολίτες, η Ελλάδα δεν αποτελεί κράτος δικαίου και να αναλάβει δράση, ξεκινώντας από την παραδειγματική τιμωρία όσων αποδεδειγμένα παραβιάζουν το Σύνταγμα, ώστε να ολοκληρωθεί ο αγώνας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας που ξεκίνησε το 1974.»
Η προφυλάκισή μου διατάχτηκε εννέα μέρες μετά την εξαγγελία του «Δόγματος Πολάκη». «Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποίησα πρώτος τον όρο, που έχει πλέον εισαχθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο», μας είπε ο συγγραφέας ενός από κάθε άποψη τολμηρού και αποκαλυπτικού βιβλίου.
Ένας πρόσθετος λόγος για την οργή που εκφράζει στο κείμενο του, είναι ο ότι δεν πήγε φυλακή σε εκτέλεση καταδίκης για διάπραξη αδικήματος. «Η φυλάκιση», γράφει, «ήταν περιοριστικός όρος γιατί κρίθηκε ότι ήμουν δήθεν «ύποπτος φυγής», ότι «υπάρχει πιθανότητα να τελέσω άλλα αδικήματα» και ότι δεν συνεργαζόμουν με τις δικαστικές αρχές που με καλούσαν να ομολογήσω ψευδώς ότι έχω συνειδητά βλάψει το ελληνικό Δημόσιο με
αντάλλαγμα μία μίζα!
Η χυδαιότητα αυτού του σκεπτικού με εξήγειρε. Υπήρξα θύμα μιας άνευ ορίων στοχοποίησης. Οι λόγοι βέβαια δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Ταυτιζόμουν με τα θετικά επιτεύγματα της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, και ιδιαίτερα με την ένταξη στην Ευρωζώνη.
Όλες οι αντιπολιτευόμενες πολιτικές δυνάμεις από τη Νέα Δημοκρατία μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξαν να «μαυρίσουν» αυτή την περίοδο και κυρίως την οκταετία Σημίτη. Η θητεία μου στο Υπουργείο Ενικής Άμυνας αμέσως μετά τη βεβαρημένη περίοδο 1996-2001 πρόσφερε άφθονες ευκαιρίες για λασπολογικές επιθέσεις. Ήμουν ήδη δυνάμει ύποπτος, έτοιμος να ενοχοποιηθώ.
Εξάλλου, η παρουσία μου στον δημόσιο βίο ενοχλούσε αρκετούς οικονομικούς παράγοντες -αν κρίνω από μεθοδευμένες επιθέσεις συγκεκριμένων μέσων μαζικής επικοινωνίας- καθώς και πολιτικούς ανταγωνιστές, εκτός και εντός ΠΑΣΟΚ.
Η διαγραφή μου από τον Γιώργο Παπανδρέου το 2006 για το πολιτικά ανύπαρκτο θέμα της συνέχισης της ιδιωτικοποίησης της Εμπορικής Τράπεζας εντασσόταν σε μια πολιτική 'εκκαθαρίσεων' προσώπων που θα μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν.
Όλες ανεξαιρέτως οι προσπάθειες εμπλοκής μου σε θέματα που αφορούν εξοπλισμούς κατά τη διάρκεια της δικής μου θητείας έπεσαν στο
κενό.
Οι συκοφάντες έμειναν μετέωροι με τις δήθεν καταγγελίες τους. Έπειτα από συνεχείς έρευνες σε πολλά επίπεδα, κοινοβουλευτικά, δημοσιογραφικά και δικαστικά, δεν προέκυψε τίποτε απολύτως αναφορικά με τη θητεία μου στο Υπουργείο Άμυνας.
Δεν διαπιστώθηκε καμιά παρέκκλιση από τους κανόνες και τις διαδικασίες που ισχύουν για την ανάθεση και υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, ούτε κανένα άλλο επιβαρυντικό στοιχείο ή ένδειξη.
Σε περιπτώσεις διακίνησης «μαύρου χρήματος» για εξοπλιστικά προγράμματα, οι έρευνες απέδειξαν ότι δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με αποφάσεις που είχαν ληφθεί στη διάρκεια της δικής μου θητείας και δεν ενέπλεκαν με κανέναν τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, κανένα πρόσωπο που συνδεόταν, ή μπορούσε να συνδεθεί, μαζί μου είτε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας είτε στον χώρο των στρατιωτικών προμηθειών κατά τη διάρκεια της θητείας μου.
Οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στη σύναψη και εκτέλεση των εξοπλιστικών συμβάσεων κατά την περίοδο αυτή υπήρξαν άψογες.
Η πολιτική έχει υψηλή επικινδυνότητα, όπως αποδεικνύει η ζωή πολλών πολιτικών.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου μου είχε μιλήσει γι' αυτό. Εξάλλου, αυτό εννοούσε όταν με είχε ρωτήσει: «Στομάχι έχεις;» σε μια από τις πρώτες μας συναντήσεις. Ανάλογες συζητήσεις έχω κάνει ακόμη με αρκετούς φίλους Ευρωπαίους πολιτικούς, όπως τον Λοράν Φαμπιούς, πρώην πρωθυπουργό και σήμερα πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γαλλίας, που είχε ταλαιπωρηθεί για χρόνια στο Ειδικό Δικαστήριο έως ότου αθωωθεί. Φυσικά, όταν με πλημμύριζαν σκέψεις οργής, υπήρξαν στιγμές που λύγισα. Έπαιρνα όμως δύναμη όταν αναλογιζόμουν αυτές τις συζητήσεις.
Η ανάληψη, το 2015, της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ σηματοδότησε τη μετάβαση σε ένα νέο στάδιο στον πολιτικό ανταγωνισμό: τον πόλεμο χωρίς κανόνες. Οι νέοι κυβερνώντες, εμποτισμένοι από πάθος για την εξουσία και κυρίως για τη διατήρησή της με κάθε μέσο και για όσο μεγαλύτερο διάστημα είναι δυνατό κατά τα πρότυπα των Τσάβες, Ερντογάν, Πούτιν και άλλων αυταρχικών ηγετών, έθεσαν ως στόχο την πολιτική και ηθική εξόντωση του «παλιού κατεστημένου».
Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησαν απροκάλυπτα την ίδια τη Δικαιοσύνη. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εγκαθίδρυσε μηχανισμούς χειραγώγησης του δικαστικού συστήματος. Τοποθετώντας πρόσωπα της δικής της εμπιστοσύνης σε καίριες θέσεις και επιβάλλοντας στοχευμένα πειθαρχικά μέτρα κατά δικαστών επιδίωξε, και σε αρκετές περιπτώσεις εξασφάλισε, συμμόρφωση προς τις επιθυμίες της.
Τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε και έχασε τις εκλογές. Οι δημοκρατικές αντιστάσεις αποδείχθηκαν πιο ισχυρές στην Ελλάδα σε σχέση με λατινοαμερικανικές δημοκρατίες και πρώην χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ενώ η συμμετοχή μας στην ενωμένη Ευρώπη, και ιδιαίτερα στον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη, πρόσφερε πρόσθετες ασπίδες.
Όμως, η απελθούσα Κυβέρνηση πρόλαβε να υπονομεύσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και να τραυματίσει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα».
Αυτά και άλλα αποκαλυπτικά γράφει στο περιεκτικό βιβλίο του ο πρώην υπουργός, τον οποίον όταν τον πρωτογνώρισα στην Ευρωβουλή, οραματιζόταν μια οικονομικά εύρωστη Ελλάδα, στην οποίαν πέρα από κοινωνική δικαιοσύνη, θα ίσχυε και ένα ανύπαρκτο, όπως προκύπτει από το βιβλίο του habea Corpus.