Οι σχέσεις μας με τους Βούλγαρους δεν ήταν πάντα ρόδινες. Κάθε άλλο μάλιστα. Για όσους είχαν την τύχη να μυηθούν στο ιστορικό μυθιστόρημα και τον μαγικό κόσμο της παιδικής λογοτεχνίας, μέσα από τη μεθυστική γραφίδα της Πηνελόπης Δέλτα, τα βιβλία ‘Για την Πατρίδα’ και ‘Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου’, μαρτυρούν την αγριότητα της αντιπαράθεσης του Βυζαντινού Ελληνισμού με τον Τσάρο των Βουλγάρων Σαμουήλ.
Το γαϊτανάκι της αδυσώπητης σύγκρουσης θα συνεχιστεί κατά τα χρόνια του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, μέσα από την εποποιία του Μακεδονικού Αγώνα και τα δεινά που βίωσαν οι Σέρρες, το Δοξάτο και η Δράμα, τόσο κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όσο και στη διάρκεια της κατοχής, πριν ενσωματωθούν αμετάκλητα στον εθνικό κορμό.
Καταφέραμε μόλα ταύτα , παρά τους ποταμούς αίματος, που φαίνονταν να χωρίζουν τα έθνη μας για αιώνες, να οικοδομήσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης και φιλίας, που αποδείχτηκε εξαιρετικά σημαντική για τη νεώτερη ιστορίας μας, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κρίση του Μαρτίου του 87, όταν εξασφαλίσαμε τη Βουλγαρική στήριξη στο ενδεχόμενο πολεμικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία, αλλά και ο άξονας που οικοδομήσαμε με Ρουμανία και Βουλγαρία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη διαρκή διαπραγμάτευση στη διαμόρφωση και τους όρους υλοποίησης των Κοινοτικών Πολιτικών, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της νέας πραγματικότητας για τις Ελληνοβουλγαρικές σχέσεις.
Πρόσφατα η γειτονική χώρα υιοθέτησε και εφαρμόζει με συνέπεια μια πολιτική, που αφορά τη διασφάλιση των ζωτικών εθνικών της συμφερόντων και τον εξοβελισμό αναθεωρητικών τάσεων, που μπορεί να παραδειγματίσει.
Τόσο γενικά, σε σχέση με τη σταθερή επιδίωξη εθνικών αρχών και στόχων, ανεξαρτήτως συγκυριών και πολιτικής ηγεσίας, όσο και ειδικά σε σχέση με ζητήματα διμερούς ενδιαφέροντος για τη χώρα μας, εις ότι αφορά τα Σκόπια.
Η Βουλγαρία συγκεκριμένα, αξίωσε, μετ’ επιτάσεως κατά τα χρόνια εξουσίας Μπορίσοφ-που μετά από διαδοχικές εκλογές και υπό το βάρος κινητοποιήσεων και καταγγελιών κατά της διαφθοράς, απώλεσε την εξουσία-αλλά και επί των λεγόμενων μεταρρυθμιστών, που τον διαδέχθηκαν, να διασφαλιστούν ο ιστορικός ρόλος και η Βουλγαρική γλώσσα σε σχέση με το Κράτος των Σκοπίων. Η αξίωση αυτή δεν αφορούσε μια απλή εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, αλλά είχε πολύ πιο πρακτικό και πιεστικό χαρακτήρα.
Ορίστηκε ως προϋπόθεση από τους Βούλγαρους για να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις για τα Σκόπια. Τι κι αν η Βουλγαρία είναι σε πολιτική περιδίνηση και το πολιτικό της προσωπικό έχει την ανάγκη της στήριξης και της αποδοχής του εξωτερικού παράγοντα.
Τι κι αν η ροή των Κοινοτικών χρημάτων, είναι το βασικό μέσο λειτουργίας της Βουλγαρικής οικονομίας. Τι κι αν η Ρωσική επιρροή είναι μεγάλη, όπως και το κόστος των ενεργειακών περικοπών, που η χώρα καλείται να διαχειριστεί, οι Βούλγαροι επέδειξαν μια αξιοζήλευτη σταθερότητα και αποφασιστικότητα στη διεκδίκηση όσων θεωρούσαν σημαντικά και όρους αξιοπρέπειας για το έθνος τους.
Και πέτυχαν. Χρειάστηκε η λεγόμενη Γαλλική παρέμβαση και φόρμουλα, την οποία μάλιστα αποδέχθηκε και η Σκοπιανή Βουλή και η οποία προβλέπει μεταξύ άλλων την αναθεώρηση του Σκοπιανού Συντάγματος, προκειμένου να γίνει ειδική μνεία στη Βουλγαρική μειονότητα, όπως επίσης και η αποδοχή του διαρκούς ελέγχου συμμόρφωσης των Σκοπιανών, με επικρεμάμενη την απειλή του Βουλγαρικού βέτο, προκειμένου να ξεμπλοκάρουν προσώρας οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Για τη χώρα μας το δίδαγμα διπλό. Αφενός μεν και άμεσα οι όποιες Σκοπιανές παραδοχές περί της λεγόμενης Μακεδονικής γλώσσας, πρέπει να αποτελέσουν προσάρτημα στη Συμφωνία των Πρεσπών. Αφετέρου να γίνει ευρύτερα κατανοητό τι σημαίνει αξιοποίηση του ρόλου μας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην ενταξιακή πορεία των Σκοπίων. Η συζήτηση δεν είναι θεωρητική. Υπάρχουν παραδείγματα. Ακολουθούν και οι κρίσεις.
*Ο Πολύκαρπος Αδαμίδης είναι δικηγόρος, αναπληρωτής Καθηγητής Κοινοτικού Δικαίου, Διεθνών Σχέσεων και Προμηθειών στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων