Ασύμμετρη μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε. είναι η αύξηση των λιανικών τιμών ενέργειας όπως παρατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδας με ειδική αναφορά που κάνει στην έκθεση της νομισματικής πολιτικής 2021-2022.
Επικαλούνται τα στοιχεία του περασμένου Μαρτίου και συγκεκριμένα του ετήσιου πληθωρισμού ενέργειας. Πρόκειται για τη μεταβολή του υποδείκτη της ενέργειας του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ – ενέργεια). Σύμφωνα με το report, «εκτινάχθηκε σε 40,2% στην ΕΕ και 44,3% στην ευρωζώνη, παρουσιάζοντας αυξημένο εύρος μεταξύ των χωρών, από 7,3% στην Ουγγαρία έως 99,6% στην Ολλανδία (Ελλάδα: 51,2%, 7ος υψηλότερος στην ΕΕ).
Οι αυξήσεις στην Ελλάδα
Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρονται στοχευμένα στις αυξήσεις των τιμών του υποδείκτη ηλεκτρικού ρεύματος, αερίου και στερεών καυσίμων σε πολλά κράτη-μέλη. Μάλιστα τις χαρακτηρίζουν «πρωτοφανείς» και εστιάζουν στο ηλεκτρικό ρεύμα: «Ειδικότερα για το ηλεκτρικό ρεύμα, οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στην Ολλανδία (181,9%), την Ισπανία (107,8%), την Ιταλία (82,3%) και την Ελλάδα (79,3%), σε πολλές περιπτώσεις υπερδιπλάσιες από το μέσο όρο της ΕΕ (34,6%)».
Σε ό,τι αφορά τις τιμές του φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 48,5% κατά μέσο όρο στην EE αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Ιδιαίτερα υψηλές αυξήσεις καταγράφηκαν, μεταξύ άλλων χωρών, στην Ολλανδία (161,4%), το Βέλγιο (143,6%), τη Βουλγαρία (117,4%) και το Λουξεμβούργο (87,4%), ενώ στην Ουγγαρία, τη Σουηδία και την Κροατία οι αυξήσεις ήταν μικρότερες του 10%.
Οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό
Η άνοδος των τιμών της ενέργειας αποτελεί το βασικό ερμηνευτικό παράγοντα της εξέλιξης του γενικού πληθωρισμού τιμών καταναλωτή στην ευρωζώνη (βλ. Διάγραμμα Α). Ταυτόχρονα, η αύξηση της διασποράς στον πληθωρισμό ενέργειας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, η οποία παρατηρείται ήδη από το 2021, έχει οδηγήσει σε διεύρυνση των διαφορών στο γενικό πληθωρισμό τους.
Τα αίτια των διαφορών στις τιμές ενέργειας
Η έκθεση της νομισματικής πολιτικής επιδιώκει να εντοπίσει τους παράγοντες που προκαλούν τις διαφορές στην εξέλιξη των τιμών της ενέργειας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Σύμφωνα με αυτή, «οφείλονται σε σειρά παραγόντων, οι οποίοι μεταξύ άλλων συνδέονται με τις εγχώριες συνήθειες και προτιμήσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ως προς το ενεργειακό μίγμα που καταναλώνουν, το συνολικό μερίδιο στο γενικό πληθωρισμό και τη σύνθεση (δηλ. το μερίδιο του ηλεκτρικού ρεύματος, του αερίου και των άλλων καυσίμων) του υποδείκτη ΕνΔΤΚ ενέργειας, καθώς και με τις συνθήκες της αγοράς και τις πιο μόνιμες ή έκτακτες ρυθμίσεις και παρεμβάσεις πολιτικής (π.χ. φόροι, επιδοτήσεις, εκπτώσεις, ρήτρες αναπροσαρμογής) που διαμορφώνουν τη χονδρική και τη λιανική τιμή των ενεργειακών αγαθών σε κάθε χώρα».
Και οι τεχνοκράτες γίνονται πιο συγκεκριμένοι: «Η ενεργειακή σύνθεση, και συνεπώς η επίπτωση των τιμών διαφορετικών πηγών ενέργειας στον πληθωρισμό, ποικίλλει μεταξύ των κρατών-μελών Συνολικά», συνεχίζουν τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδας, «η ενέργεια αντιπροσωπεύει περίπου το 11% στο καλάθι του καταναλωτή στην ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά έχει τη μικρότερη βαρύτητα στη Μάλτα (6,7%) και τη μεγαλύτερη στη Λεττονία (16,2%). Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ (11,5%)».
Το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας
Στην ΕΕ, το μεγαλύτερο μερίδιο στον ΕνΔΤΚ ενέργειας, σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδας, «έχουν τα καύσιμα κίνησης (45%), ακολουθούμενα από την ηλεκτρική ενέργεια (28%) και το αέριο (18%). Αυτό ισχύει στις περισσότερες χώρες με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η ηλεκτρική ενέργεια έχει μεγαλύτερη συμβολή στις τιμές της ενέργειας (πάνω από 35%) στη Σουηδία, την Κροατία, τη Μάλτα, την Ελλάδα, το Βέλγιο και τη Φινλανδία, ενώ το φυσικό αέριο (πάνω από 24%) στην Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Σλοβακία και την Ιταλία».