Οφέλη ύψους 10 τρισ. δολαρίων ετησίως θα μπορούσε να αποφέρει η παγκόσμια μετάβαση σε βιώσιμα συστήματα τροφίμων, να βελτιώσει την ανθρώπινη υγεία και να μετριάσει την κλιματική κρίση, σύμφωνα με την πιο ολοκληρωμένη μελέτη του είδους της.
Τα παγκόσμια συστήματα τροφίμων ευθύνονται για το ένα τρίτο των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με αποτέλεσμα ο κόσμος να βρίσκεται σε τροχιά αύξησης της θερμοκρασίας κατά 2,7 βαθμούς Κελσίου, μέχρι το τέλος του αιώνα.
Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, καθώς οι υψηλότερες θερμοκρασίες επιφέρουν πιο ακραία καιρικά φαινόμενα και μεγαλύτερες ζημιές στις σοδειές.
Μεγάλη επιβάρυνση για τα ιατρικά συστήματα είναι επίσης και η επισιτιστική ανασφάλεια. Η μελέτη προέβλεψε ότι μέχρι το 2050, 640 εκατ. άνθρωποι θα υποφέρουν από υποσιτισμό, ενώ τα περιστατικά παχυσαρκίας θα αυξάνονταν κατά 70%.
Η μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο σύστημα τροφίμων θα ήταν μια πολιτική πρόκληση, αλλά θα απέφερε τεράστια οφέλη για την οικονομία και την ευημερία των ανθρώπων, αναφέρει η διεθνής ερευνητική ομάδα στην έκθεσή της.
«Το παγκόσμιο διατροφικό σύστημα κρατά στα χέρια του το μέλλον της ανθρωπότητας στη Γη», δήλωσε ο Γιόχαν Ρόκστρομ, του Ινστιτούτου Έρευνας για τις Κλιματικές Επιπτώσεις στο Πότσδαμ και ένας από τους συγγραφείς της έκθεσης.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι δεν θα πρέπει να δίνονται πλέον επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα σε καταστροφικές μονοκαλλιέργειες μεγάλης κλίμακας που χρησιμοποιούν λιπάσματα, φυτοφάρμακα και απαιτούν αποψιλώσεις δασών.
Από την άλλη, τα οικονομικά κίνητρα θα πρέπει να δίνονται σε μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι θα μπορούσαν να μετατρέψουν τα αγροκτήματά τους σε αποθήκες άνθρακα με περισσότερο χώρο για την άγρια ζωή.
Η αλλαγή της διατροφής είναι ένα άλλο βασικό στοιχείο για τη μετάβαση, μαζί με τις επενδύσεις σε τεχνολογίες για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και τη μείωση των εκπομπών.
Η μείωση της επισιτιστικής ανασφάλειας, αναφέρει η έκθεση, θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξάλειψη του υποσιτισμού έως το 2050, αποτρέποντας 174 εκατ. πρόωρους θανάτους. Η προτεινόμενη μετάβαση θα συμβάλει στον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και θα μειώσει κατά το ήμισυ την απορροή αζώτου από τη γεωργία.
Συνολικά, οι ερευνητές εκτιμούν ότι το κόστος της μετάβασης θα κυμαίνεται μεταξύ 0,2% και 0,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ ετησίως.
Σε πρώιμη έρευνα, ο Ρόκστρομ και οι συνάδελφοί του διαπίστωσαν ότι το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων ήταν ο μεγαλύτερος τομέας της οικονομίας που παραβιάζει τα πλανητικά όρια. Εκτός από τον αντίκτυπο στο κλίμα, αποτελεί σημαντικό παράγοντα αλλαγής των χρήσεων γης και μείωσης της βιοποικιλότητας και είναι υπεύθυνος για το 70% της μείωσης των αποθεμάτων γλυκού νερού.
Η ερευνητική ομάδα υπολόγισε το «κρυφό» κόστος των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής, της ανθρώπινης υγείας, της διατροφής και των φυσικών πόρων, σε 15 τρισ. δολάρια.
Στη συνέχεια, δημιούργησε ένα νέο μοντέλο για να προβλέψει πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί αυτό το κόστος με την πάροδο του χρόνου, ανάλογα με την ικανότητα της ανθρωπότητας να αλλάξει.
Οι υπολογισμοί τους ήταν σύμφωνοι με μια περσινή έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, η οποία εκτιμούσε το «κρυφό» κόστος των αγροδιατροφικών προϊόντων σε περισσότερα από 10 τρισ. δολάρια παγκοσμίως για το 2020.
«Αυτή η ανάλυση δίνει μια πρώτη εκτίμηση για την περιφερειακή και παγκόσμια οικονομική ευκαιρία που προσφέρει ο μετασχηματισμός των συστημάτων τροφίμων. Αν και δεν είναι εύκολο, ο μετασχηματισμός είναι προσιτός σε παγκόσμια κλίμακα και το τεράστιο μελλοντικό κόστος αποτελεί σημαντικό οικονομικό κίνδυνο», δήλωσε ο Δρ. Στίβεν Λορντ, από το Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Αλλαγής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Πολλές άλλες μελέτες έχουν καταδείξει τα οφέλη μιας τέτοιας μετάβασης για την υγεία και το κλίμα. Μια περσινή έκθεση του Παρατηρητηρίου για το Κλίμα διαπίστωσε ότι η βιομηχανία βοείου κρέατος της Βραζιλίας -και η σχετική αποψίλωση των δασών της- έχει πλέον μεγαλύτερο αποτύπωμα άνθρακα από όλα τα αυτοκίνητα, τα εργοστάσια, τα κλιματιστικά, τις ηλεκτρικές συσκευές και άλλες πηγές εκπομπών στην Ιαπωνία.
Ο πρόεδρος του Ερευνητικού Ινστιτούτου Grantham για την Κλιματική Αλλαγή και το Περιβάλλον στο London School of Economics, Νίκολας Στερν, εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη μελέτη.
«Η οικονομία του σημερινού συστήματος τροφίμων είναι, δυστυχώς, κατεστραμμένη πέρα από κάθε επιδιόρθωση. Το λεγόμενο ‘κρυφό κόστος’ του βλάπτει την υγεία μας και υποβαθμίζει τον πλανήτη μας, ενώ παράλληλα επιδεινώνει τις παγκόσμιες ανισότητες. Η αλλαγή των τρόπων με τους οποίους παράγουμε και καταναλώνουμε τρόφιμα θα είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την προστασία της βιοποικιλότητας και την οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Είναι καιρός για ριζική αλλαγή», τόνισε ο Στερν.
Η κύρια ανησυχία για την προτεινόμενη μετάβαση είναι ότι το κόστος των τροφίμων θα αυξηθεί. Ο Ρόκστρομ δήλωσε ότι αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τις κατάλληλες πολιτικές που θα στηρίζουν τα πιο ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας.