Τη διαπίστωση ότι ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, η καθιερωμένη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η οποία καταρτίστηκε από την Τράπεζα της Ελλάδας και δημοσιεύθηκε το μεσημέρι της Τετάρτης.
Συγκεκριμένα, τα βασικά συμπεράσματα της μακροσκελούς και πολυσέλιδης έκθεσης, συμπυκνώνονται στα εξής:
- Η κλιμάκωση των γεωπολιτικών κινδύνων, η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων, η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και ο κίνδυνος απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, διατηρούν τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε υψηλό επίπεδο.
- Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας αμβλύνει τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα διαγράφονται θετικές.
- Η κερδοφορία των τραπεζών βελτιώνεται, ενώ συνεχίζεται η υλοποίηση της στρατηγικής για την οριστική απαλλαγή τους από το υφιστάμενο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών κρίνεται ικανοποιητική, αλλά οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα.
- Οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης του ελληνικού τραπεζικού τομέα βελτιώθηκαν περαιτέρω χάρη στην αύξηση των καταθέσεων και παρά την αποπληρωμή μέρους της χρηματοδότησής τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Νοέμβριος 2023
Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές αναταράξεις. Ωστόσο, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Ταυτόχρονα, τα υψηλά επιτόκια και η μεταβλητότητα στις αγορές εγκυμονούν κινδύνους για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εκτός τραπεζικού τομέα που δύναται να επηρεάσουν τις τράπεζες δευτερογενώς.
Το ποσοστό ΜΕΔ των τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε οριακά (Ιούνιος 2023: 8,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%). Επισημαίνεται ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν πλέον πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ, με μία εξ αυτών να είναι κάτω από το 5%. Ωστόσο, θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες που στοχεύουν στην εξυγίανση του εναπομείναντος αποθέματος ΜΕΔ και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Ιούνιος 2023: 1,8%).
Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών διαμορφώθηκε σε υψηλό επίπεδο. Βραχυπρόθεσμα, η επίδραση από τις αυξήσεις των βασικών επιτοκίων στο καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα των τραπεζών είναι θετική, καθώς η πλειονότητα των δανείων τους έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα η επίδραση αυτή ενδέχεται να μετριαστεί από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, λόγω αφενός της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και αφετέρου του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την άντληση ρευστότητας και την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων. Ταυτόχρονα, σε συνθήκες επιβράδυνσης του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, η προσπάθεια των τραπεζών για υγιή πιστωτική επέκταση και διατήρηση της υφιστάμενης κερδοφορίας καθίσταται δυσχερέστερη.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων υποχώρησε ελαφρά και η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους παραμένει χαμηλή. Ωστόσο, η αυξημένη κερδοφορία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,2% τον Ιούνιο του 2023, από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022, κυρίως λόγω της αρνητικής επίδρασης από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) και της αύξησης του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού. Αντίστοιχα, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) υποχώρησε σε 17,3% από 17,5%.
Η υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι που επικρατούν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Η αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, σε συνδυασμό με τις χαμηλές χρηματοδοτικές του ανάγκες για την επόμενη διετία, αλλά και η ισχυροποίηση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα, αμβλύνουν σε μεγάλο βαθμό τους κινδύνους.
Ωστόσο, τυχόν απότομη επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα.
Συνεπώς, καταλήγει η ΤτΕ, αναδεικνύεται η σημασία συνέχισης της πορείας εξυγίανσης και περαιτέρω ενδυνάμωσης των βασικών μεγεθών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μικρο- και μακροπροληπτικής εποπτείας για την ενίσχυση και διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.