Το 2023 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 3,8 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 3,4 δισεκ. ευρώ το 2022. Θετικά συνέβαλε η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα της αύξησης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενώ αρνητικά επέδρασε η μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα, τα οποία είναι μη επαναλαμβανόμενα, σύμφωνα με την έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος για τον Απρίλιο.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά, ωστόσο η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους εξακολουθεί να είναι χαμηλή. Η βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων μέσω της κερδοφορίας, αλλά και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,5% το Δεκέμβριο του 2023, από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 18,7% από 17,5% αντίστοιχα. Αποτέλεσμα είναι ο δείκτης CET1 να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (15,7% το Δεκέμβριο του 2023), ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου εξακολουθεί να υπολείπεται (19,7% το Δεκέμβριο του 2023).
Παράλληλα, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε, λόγω της αύξησης των καταθέσεων, με αποτέλεσμα οι εποπτικοί δείκτες ρευστότητας να διαμορφώνονται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο. Επίσης, το 2023 το ποσοστό ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε περαιτέρω (Δεκέμβριος 2023: 6,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%) με τρεις εκ των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών να έχουν ποσοστό ΜΕΔ κάτω από 5%. Ωστόσο, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6%. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες που στοχεύουν στην πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Δεκέμβριος 2023: 1,9%).
Όσον αφορά τις προοπτικές, το διεθνές περιβάλλον αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Η όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων με την επέκταση των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και με τον αυξανόμενο εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπροσθέτως, τυχόν απότομη επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς η προσπάθεια των τραπεζών για πιστωτική επέκταση θα καταστεί δυσχερέστερη.