Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα υποχώρησαν το β΄ εξάμηνο του 2023, ωστόσο παραμένουν υψηλοί, διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στη σχετική έκθεσή της, επισημαίνοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσουν πιθανές αναταράξεις. Παρόλα αυτά, η ΤτΕ εκφράζει προβληματισμό για την καθαρή εισροή νέων κόκκινων δανείων το 2023 και τονίζει ότι η διατήρηση της κερδοφορίας των τραπεζών και η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης αποτελούν προκλήσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο κλάδος θα πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειες θωράκισής του, για να επιτελέσει τον αναπτυξιακό του ρόλο, επισημαίνεται.
Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα υποχώρησαν το β΄ εξάμηνο του 2023, ωστόσο παραμένουν υψηλοί, τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος. Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής επέδρασε καθοριστικά στη σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων. Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ κορυφώθηκε στο 10,6% τον Οκτώβριο του 2022, ενώ το Μάρτιο του 2024 δια[1]μορφώθηκε στο 2,4%. Το 2023 η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ σημείωσε ση[1]μαντική επιβράδυνση. Η αβεβαιότητα παραμένει εξαιρετικά υψηλή διεθνώς, υπό την επίδραση των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων και της πολιτικής αβεβαιότητας από τις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων επιδρά αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα, ενισχύοντας τον κίνδυνο διατήρησης των χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης στο εγγύς μέλλον. Επηρεάζει επίσης δυσμενώς την ικανότητα αποπληρωμής των υφιστάμενων δανείων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς και τη ζήτηση νέων δανείων. Παράλληλα, οι υψηλές αποτιμήσεις στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων εντείνουν τον κίνδυνο απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων, ενώ παραμένουν οι ανησυχίες από τη συνεχιζόμενη πτωτική πορεία των τιμών των επαγγελματικών ακινήτων σε διεθνές επίπεδο.
Το 2023 η ελληνική οικονομία σημείωσε ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης. Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) διαμορφώθηκε σε 2,0% το 2023, καθώς τόσο η εγχώρια ζήτηση όσο και οι καθαρές εξαγωγές είχαν θετική συμβολή. Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων με μεγάλο περιθώριο και η διαχείριση της αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους συνέβαλαν θετικά στην ενίσχυση της εικόνας της ελληνικής οικονομίας και, κατά συνέπεια, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η συνέχιση της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας συνέτεινε στην περαιτέρω βελτίωση της αγοράς εργασίας το 2023, αν και με πιο ήπιους ρυθμούς, και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 11,1% από 12,4% το 2022. Ο πληθωρισμός, μετρούμενος με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σημείωσε μεγάλη επιβράδυνση το 2023 στο 4,2%, κυρίως λόγω των σημαντικών μειώσεων των τιμών ενέργειας κατά 13,4%. Ωστόσο, ο γενικός δείκτης τιμών χωρίς την ενέργεια κατέγραψε υψηλούς ρυθμούς, λόγω των ανοδικών πιέσεων τόσο στα διατροφικά αγαθά όσο και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και τις υπηρεσίες, επηρεάζοντας το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Oι ελληνικές τράπεζες είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσουν πιθανές αναταράξεις. Το 2023 βελτιώθηκε η ρευστότητα, η ποιότητα χαρτοφυλακίου, η κερδοφορία και η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα. Η βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και των εποπτικών δεικτών του τραπεζικού τομέα, σε συνδυασμό με την ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας για την πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδας, δημιούργησε μια ευνοϊκή συγκυρία για την υλοποίηση της στρατηγικής αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις μετοχικές του συμμετοχές στις σημαντικές τράπεζες της χώρας. Ειδικότερα, το ΤΧΣ προέβη το δ΄ τρίμηνο του 2023 και το α΄ τρίμηνο του 2024 σε τέσσερις διαδοχικές συναλλαγές3 πώλησης των μεριδίων του στο μετοχικό κεφάλαιο των σημαντικών τραπεζών, σηματοδοτώντας έτσι την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στον τραπεζικό τομέα και την οριστική μετάβασή του στην κανονικότητα.
Οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης του ελληνικού τραπεζικού τομέα βελτιώθηκαν περαιτέρω. Το υπόλοιπο των καταθέσεων από τους κατοίκους εσωτερικού αυξήθηκε κατά 3,8% σε ετήσια βάση και ανήλθε σε 201,6 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2023. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε σημαντικά στη διατήρηση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων σε υ[1]ψηλό επίπεδο, παρά την αποπληρωμή μέρους της χρηματοδότησης που είχαν αντλήσει από το Ευρωσύστημα μέσω των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (Targeted Longer-Term Refinancing Operations – TLTRO III). Ταυτόχρονα, παρά το περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων, η ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας στο β΄ εξάμηνο του 2023, βοήθησε στην περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των κρατικών και τραπεζικών ομολόγων και διευκόλυνε την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές κεφαλαίων.
Το 2023 συνεχίστηκε η πορεία εξυγίανσης των ισολογισμών των πιστωτικών ιδρυμάτων. Το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) διαμορφώθηκε σε 9,9 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 25% ή 3,3 δισ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων υποχώρησε περαιτέρω σε 6,6% για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος το 2023, έναντι 8,7% το 2022. Ο αντίστοιχος δείκτης για τις σημαντικές τράπεζες υποχώρησε σε επίπεδο κάτω από 5%,4 μειώνοντας την απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εντούτοις, προβληματίζει η καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ το 2023, παρά την αξιόλογη αναταξινόμηση ΜΕΔ ως εξυπηρετούμενα. Στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώθηκε σε 37,6% το 2023, μειωμένος κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022, κυρίως λόγω της πιστωτικής επέκτασης ορισμένων εξ αυτών.
Οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι ενίσχυσαν σημαντικά την οργανική τους κερδοφορία. Το 2023 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 3,8 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 3,4 δισ. ευρώ το 2022. Θετικά συνέβαλε η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα της αύξησης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενώ αρνητικά επέδρασε η μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και των λοιπών εσόδων. Αναλυτικότερα, το 2023 τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 9,1% σε σχέση με το 2022. Ειδικότερα, τα έσοδα από κύριες τραπεζικές εργασίες (δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες) αυξήθηκαν σημαντικά κατά 41,7%. Η μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις το 2023 οφείλεται στο γεγονός ότι τα σχετικά έσοδα του 2022 ήταν μη επαναλαμβανόμενα, όπως κέρδη από συναλλαγές σε ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου και κέρδη από παράγωγα και προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου. Επιπρόσθετα, η μείωση που παρατηρείται στα λοιπά έσοδα οφείλεται στα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα που προέκυψαν από την απόσχιση και πώληση του κλάδου αποδοχής καρτών και εκκαθάρισης πράξεων πληρωμής από τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες το 2022. Ταυτόχρονα, τα λειτουργικά έξοδα και το κόστος πιστωτικού κινδύνου παρέμειναν στα ίδια επίπεδα. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν οι τραπεζικοί όμιλοι να καταγράψουν υψηλά κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες και οι δείκτες αποδοτικότητας ενεργητικού (Return on Assets – RoA) και ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – RoE) να διαμορφωθούν το 2023 σε 1,2% και 12,0%, αντίστοιχα.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά. Η αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, εξαιτίας κυρίως της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων μέσω της οργανικής κερδοφορίας, αλλά και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων, υπεραντιστάθμισε την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,5% το Δεκέμβριο του 2023 από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 18,7% από 17,5% αντίστοιχα, με αποτέλεσμα ο δείκτης CET1 να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (15,7% το Δεκέμβριο του 2023), ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου εξακολουθεί να υπολείπεται (19,7% το Δεκέμβριο του 2023).5 Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς το Δεκέμβριο του 2023 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 12,9 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 44% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 52% το Δεκέμβριο του 2022). Επιπλέον, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 2,6 δισ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων, αποτελώντας περίπου το 9% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.
Η διατήρηση της υφιστάμενης κερδοφορίας των τραπεζών και η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης αποτελούν προκλήσεις. Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών το 2023 ενισχύθηκε σημαντικά, κυρίως από τα καθαρά έσοδα τόκων, και οι δείκτες αποδοτικότητάς τους έχουν διαμορφωθεί σε υψηλό επίπεδο. Όταν στο πλαίσιο άσκησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής αρχίσει η αποκλιμάκωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά η οργανική τους κερδοφορία, ιδίως στην περίπτωση που οι τράπεζες δεν πετύχουν τους στόχους τους για την πιστωτική επέκταση. Η μειωμένη κερδοφορία θα επηρεάσει τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και βελτίωσης, μεσοπρόθεσμα, της ποιότητας των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών . Στο πλαίσιο αυτό, η μερισματική πολιτική τους οφείλει να λαμβάνει υπόψη την αυξημένη αβεβαιότητα και τις προκλήσεις που συνδέονται με το διεθνές περιβάλλον. Η δημιουργία επαρκών κεφαλαιακών αποθεμάτων αποτελεί σημαντική παράμετρο για την ευρωστία του τραπεζικού τομέα.
Προϋπόθεση για να επιτελέσουν τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα τον αναπτυξιακό τους ρόλο είναι να συνεχίσουν τις προσπάθειες για την περαιτέρω θωράκισή τους. Προτεραιότητες αποτελούν η συνέχιση της εξυγίανσης του ενεργητικού τους, καθώς και η ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση των κεφαλαίων τους, διατηρώντας παράλληλα την κερδοφορία τους σε ικανοποιητικό επίπεδο. Οι τράπεζες έχουν επανεκκινήσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ενώ οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης θα τονωθούν και από τις εκταμιεύσεις των επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ωστόσο, οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να επενδύουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό (digitalisation) των εργασιών τους, προκειμένου να βελτιώσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πελάτες τους, αλλά και να μειώσουν το λειτουργικό κόστος. Οι νέοι κίνδυνοι που αναδύονται, όπως η κλιματική κρίση και οι κυβερνοεπιθέσεις (cyber attacks), πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, καθώς υπάρχει δυσκολία στην αναγνώριση και ποσοτικοποίησή τους. Ως εκ τούτου, χρειάζεται επαγρύπνηση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, προκειμένου να παραμείνει ο εγχώριος τραπεζικός τομέας σε τροχιά ανάπτυξης.