Την επιβράβευση των μετόχων της με το συνολικό ποσό των 1,1 δισ. ευρώ έως και το 2026 προβλέπει το επιχειρησιακό πλάνο της Alpha Bank, όπως παρουσιάστηκε από τον διευθύνοντα σύμβουλό της Βασίλη Ψάλτη στην τηλεδιάσκεψη με αναλυτές, που ακολούθησε τη δημοσιοποίηση των οικονομικών καταστάσεων του α΄ τριμήνου 2024.
Υπό την προϋπόθεση λήψης των απαραίτητων εγκρίσεων από τον επόπτη, η ανταμοιβή αυτή θα δοθεί τόσο με επιστροφή κεφαλαίου μέσω μερίσματος σε μετρητά, όσο και με την επαναγορά ιδίων μετοχών από την τράπεζα.
Η δοιίκηση της Alpha BankAlpha Bank, τους αναλυτές για την πρόθεση του ΔΣ να προτείνει στη γενική συνέλευση διπλή επιβράβευση: διανομή μερίσματος μετά από 16 χρόνια και επιστροφή στην κανονικότητα, παράλληλα με επαναγορά μετοχών. Δύο κινήσεις που επιστρέφουν αξία στον μέτοχο, συνολικού ύψους 122 εκατομμυρίων ευρώ, με την προοπτική το μέρισμα για τη χρήση 2024 που θα διανεμηθεί το 2025 να αντιστοιχεί στο 35% των κερδών της φετινής χρήσης.
Η απάντηση από τον SSM θα έλθει στις αρχές Ιουνίου, για να ακολουθήσει η λήψη των απαραίτητων αποφάσεων από τη γενική συνέλευση των μετόχων της Alpha Bank στα τέλη του ερχόμενου Ιουλίου.
Ο CEO της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης, απαντώντας στους αναλυτές κατά τη διάρκεια του conference call, διευκρίνισε ότι το πρόγραμμα επαναγοράς (buy back), που τελεί επίσης υπό την αίρεση των εποπτικών αρχών, θα αντιστοιχεί στο 50% της συνολικής επιβράβευσης των μετόχων (το άλλο 50% θα είναι το μέρισμα) θα έχει ποσοστό απόδοσης άνω του 20% με βάση την τιμή κλεισίματος της Τετάρτης 15 Μαϊου, μιας ημέρας πριν την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων Όπως είπε χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στη σχέση της Τράπεζας με τους μετόχους της και την μερισματική της πολιτική σε μετρητά: «η Alpha είναι η μόνη εισηγμένη που διανείμει σταθερά μέρισμα από το 1949, με μόνη διακοπή στην ιστορία της, την έναρξη της οικονομικής κρίσης».
Σύμφωνα με τον κ. Ψάλτη, η επιλογή της επαναγοράς καταδεικνύει την εκτίμηση της τράπεζας για τη χαμηλή αποτίμησή της στη χρηματιστηριακή αγορά σε σχέση με την εσωτερική της αξίας, δεδομένης της τρέχουσας οικονομικής της θέσης και των προοπτικών βελτίωσής της τα επόμενα χρόνια.
O CFO της Alpha Bank, Λάζαρος Παπαγαρυφάλλου, επεσήμανε ότι περιμένουν την απάντηση του Επόπτη στις αρχές του Ιουνίου και διευκρίνισε ότι δεν υπάρχει εκ μέρους του SSM κάποια πρόθεση επιλογής ή προτίμησης μεταξύ μερίσματος και buy back προγράμματος. Και εξήγησε, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, ότι προφανώς η πρόθεση του προγράμματος επαναγοράς θα είναι η διαγραφή μέρους μετοχών (άλλωστε έτσι ενισχύεται η αξία της μετοχής).
Από εκεί και πέρα, όπως επισημάνθηκε, ο χρόνος εκκίνησης των επαναγορών θα εξαρτηθεί από τις τάσεις στο ΧΑ και την εκτίμηση της διοίκησης της τράπεζας για τη δίκαιη αποτίμησή της.
Ως προς τις επόμενες χρήσεις, στόχος της Alpha Bank είναι το ποσοστό διανομής κερδών στους μετόχους να διαμορφωθεί στο 35% το 2024 και στο 50% τη διετία 2025 – 2026.
Όπως επισημάνθηκε, ακόμη και μετά από τις συγκεκριμένες διανομές, ο όμιλος θα διαθέτει 1,5 δισ. ευρώ κεφάλαια επιπρόσθετα των ελάχιστων εποπτικών ορίων, που αντιστοιχούν στο 40% της σημερινής κεφαλαιοποίησής του στο ΧΑ.
Αναφερόμενος στα αποτελέσματα α΄ τριμήνου 2024, ο κ. Ψάλτης σημείωσε ότι επιβεβαιώνουν τους στόχους που έχουν τεθεί για το σύνολο της εφετινής χρήσης. Δεν απέκλεισε δε το ενδεχόμενο προς τα πάνω αναθεώρησής τους, ανάλογα με την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών τα επόμενα τρίμηνα.
Προς ώρας προβλέπεται η διαμόρφωση του δείκτη απόδοσης επί των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) στο 13% για την εφετινή χρήση.
Όπως είπε ο κ. Ψάλτης, σε αυτή τη φάση η τράπεζα δίνει τη μεγαλύτερη έμφαση στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και στην περαιτέρω ψηφιοποίηση των εργασιών της, με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της.
Στο πλαίσιο αυτό, έχει προχωρήσει σε 187 νέες προβλέψεις, ενώ προγραμματίζει επενδύσεις στον τομέα της πληροφορικής της τάξης των 460 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, κινείται εντός χρονοδιαγράμματος ο σχεδιασμός για τη δημιουργία της 3ης μεγαλύτερης τράπεζας στη Ρουμανία, στο πλαίσιο υλοποίησης της συμφωνίας συγχώνευσης της θυγατρικής της με τη UniCredit στην τοπική αγορά.
Επιπρόσθετα, προχωρά με ταχείς ρυθμούς η σύμβαση διανομής προϊόντων και υπηρεσιών στους πελάτες της στην Ελλάδα, με την υποστήριξη του ιταλικού ομίλου.
Σύμφωνα με τον κ. Ψάλτη, το ποσοστό των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, γεγονός που καταδεικνύει τις προοπτικές μεγέθυνσης του δανειακού της χαρτοφυλακίου τα επόμενα χρόνια.