Η Νέα Δημοκρατία, αν θεωρήσουμε έγκυρες τις δημοσκοπήσεις που έγιναν μετά τα Τέμπη, έχασε κάπου 3,5 μονάδες και απομακρύνθηκε περίπου αντίστοιχα από την αυτοδυναμία. Λογικά, λοιπόν, εκεί σε αυτά τα ποσοστά -εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- είναι το πιο χαμηλό όριό της. Σύμφωνα με νεότερες έρευνες, τις τελευταίες ημέρες το κυβερνών κόμμα αρχίζει και «τσιμπάει πίσω» λίγο-λίγο ένα ποσοστό (GPO +0,7%). Σε κάθε περίπτωση φαίνεται να μην κινδυνεύει η πρωτιά από τον ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται πίσω περί τις 4-5 μονάδες και από αυτή την τραγωδία δεν είδε το ποσοστό του να αυξάνεται καθόλου. Ισως η απομάκρυνση του Πολάκη να στέρησε στην αξιωματική αντιπολίτευση μια-δυο μονάδες, γι’ αυτό και η επιχείρηση στροφής προς το Κέντρο κατέληξε σε φιάσκο και αναστροφή στα... γνωστά.
Σήμερα, πάντως, όπως έχει η πολιτική εικόνα, καταγράφεται μια αρκετά σημαντική και διακριτή απόσταση της Νέας Δημοκρατίας από την αυτοδυναμία, η οποία με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο χρειάζεται 37%-38%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί σταδιακά να το πάρει πίσω και να επανέλθει στα προ Τεμπών ποσοστά της, σύμφωνα με τους δημοσκόπους δηλαδή σε επίπεδα 2019. Ας μην μπούμε όμως σε εικασίες αν γίνεται να επανακτηθεί η αυτοδυναμία, για κατανοητούς λόγους.
Πάμε στην υπόθεση της συγκυβέρνησης, γιατί τελικά τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου την ενδιαφέρει να κυβερνηθεί η χώρα και να μην πέσει σε μια νέα περιπέτεια ακυβερνησίας, χάους και αταξίας που -όπως γίνεται κατανοητό- μπορεί να συμφέρει πολύ λίγους για να ελέγχουν, να εκβιάζουν και να απαιτούν από την Εξουσία και το Δημόσιο μεγάλες μπίζνες, αλλά πάντως σε καμία περίπτωση δεν συμφέρει τη χώρα και τους πολίτες της.
Αν λοιπόν από την εξίσωση της συγκυβέρνησης αφαιρέσουμε τον Βελόπουλο, που δύσκολα θα πάει κάποιος μαζί του με το προφίλ του Μητσοτάκη (ειδικά αυτή την περίοδο που η Δύση αναμετράται με τη Ρωσία), μας μένει το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη. Από προχθές αυτό... μας τελείωσε. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ξεκαθάρισε ότι δεν συμπράττει σε κυβέρνηση με πρωθυπουργό Μητσοτάκη ή Τσίπρα, αλλά δεν είπε και δεν λέει με ποιον θέλει να «πάει» σε κυβέρνηση. Δύο παρατηρήσεις επ’ αυτού, μία πολιτική και μία θεσμική.
Πρώτα απ’ όλα, όταν είσαι ρυθμιστής, αφού δέχεσαι ότι υπό όρους θα μπεις στο παιχνίδι της διακυβέρνησης, πρέπει να ξέρει ο ψηφοφόρος ποιον θέλεις για πρωθυπουργό. Ψηφίζω και ενδυναμώνω το ΠΑΣΟΚ για να κυβερνηθεί η Ελλάδα από ποιον πολιτικό, με ποιον πρωθυπουργό;
Από εν ενεργεία πολιτικό πρόσωπο, υπουργό του κυβερνώντος κόμματος; Από τον δικό του πολιτικό χώρο της Κεντροαριστεράς ίσως, γιατί αυτό, αν και πολύ δύσκολο, μου φαίνεται (ως πρόταση έστω) πιο λογικό. Σου λέει, εγώ αρχηγός του ΠΑΣΟΚ είμαι και προτείνω λύση πρωθυπουργού από τον πολιτικό μου χώρο.
Ολα αυτά όμως δεν αρκούν στον ψηφοφόρο αν δεν του πεις ποιος θα είναι πρωθυπουργός. Ούτε πολιτικά, ούτε θεσμικά. Δεν θα πείσει παρά μόνο λίγους με αυτή την επιεικώς... πολύ μπερδεμένη θεωρία και στρατηγική ο Ανδρουλάκης και, αντί να φέρει ψηφοφόρους, θα τους στείλει απέναντι, στη Ν.Δ. κυρίως, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση, ο πολίτης που ψηφίζει ένα κόμμα που μπορεί να «βγάλει» κυβέρνηση την επαύριο των εκλογών θα πρέπει να ξέρει ποιον ψηφίζει -μέσω του ΠΑΣΟΚ- για πρωθυπουργό. Τελεία και παύλα.
Δεύτερον, από τις 26 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι 18 κυβερνώνται από συνασπισμούς κομμάτων με πρωθυπουργό τον αρχηγό του πρώτου κόμματος και σε τέσσερις μόνο χώρες ο πρωθυπουργός προέρχεται από άλλο κόμμα - πάντως όχι από το πρώτο κόμμα. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι ο καγκελάριος Σολτς κυβερνάει ως αρχηγός του πρώτου κόμματος (SPD) που πήρε στις εκλογές 25%. Επομένως, το όποιο επιχείρημα «δεν θέλω τον Τσίπρα ή τον Μητσοτάκη» δεν περνάει εύκολα στην κοινή γνώμη, εκτός αν μιλήσουμε για μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού όπως εκείνη του Παπαδήμου, αλλά η χώρα δεν βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση.
Μοιάζει ακατανόητο όλο αυτό το μπέρδεμα στο πολιτικό σκηνικό, που προέκυψε όχι από ένα τόσο μεγάλο και τρομακτικό δυστύχημα (αυτά δυστυχώς συμβαίνουν στη ζωή), όσο με τη στάση του ΠΑΣΟΚ. Το δραματικό γεγονός των Τεμπών άνοιξε στον κ. Ανδρουλάκη ένα παράθυρο ευκαιρίας όχι (μόνο) να συγκυβερνήσει, αλλά να επανατοποθετήσει το ΠΑΣΟΚ στο πολιτικό σκηνικό ως μια υπεύθυνη, υπολογίσιμη και σοβαρή πολιτική δύναμη. Η παράταξη που θα ελέγχει -στη διακυβέρνηση- το πρώτο κόμμα θα θέτει όρους και θα συνδιαμορφώνει ή θα επιβάλλει πολιτικές σε όλα τα μεγάλα κρίσιμα θέματα της χώρας.
Μοιάζει αυτοκαταστροφικό όλο αυτό για το ΠΑΣΟΚ και για μια σειρά από αξιόλογα πολιτικά στελέχη του χώρου της Κεντροαριστεράς - μακάρι να βρεθεί τρόπος να αποτραπεί.
Πηγή: Εφημερίδα Πρώτο Θέμα