«Αχτίδα αισιοδοξίας» αποτελούν τα στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα η βρετανική στατιστική αρχή για την εξέλιξη του ΑΕΠ της Γηραιάς Αλβιόνας. Είναι όμως αρκετά για «να πάρει τα πάνω της» η βρετανική οικονομία;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα προϋποθέτει την συνεκτίμηση πολλών παραγόντων, καθώς η οικονομία της ευρωπαϊκής χώρας δέχεται ισχυρό πλήγμα από την πανδημία από την πανδημία και ειδικότερα από τις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τη μετάλλαξη στελέχους του κορωνοϊού.
Στο εκρηκτικό «κοκτέιλ» έρχεται να προστεθεί το ενδεχόμενο του Brexit χωρίς εμπορική συμφωνία αλλά κι ένα μεγάλο «αγκάθι», που δεν είναι άλλο από το υψηλό δημόσιο χρέος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής στατιστικής αρχής, ο δημόσιος δανεισμός του Ηνωμένου Βασιλείου ανήλθε σε 240,9 δισεκατομμύρια λίρες τους πρώτους οκτώ μήνες του οικονομικού έτους, αντικατοπτρίζοντας τη ζημιά που προκλήθηκε στην οικονομία, η οποία βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο της ύφεσης.
Μόνο τον Νοέμβριο, οι κρατικές δαπάνες ξεπέρασαν τα φορολογικά έσοδα κατά 31,6 δισ. λίρες λόγω του αυξανόμενου κόστους υποστήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών εν μέσω πανδημίας.
Με άλλα λόγια, η Βρετανία έχει να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην ιστορία της εν καιρώ ειρήνης.
Τα πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν την εντυπωσιακή ανάκαμψη της βρετανικήςοικονομίας κατά το τρίτο τρίμηνο. Ωστόσο, για το τρέχον τρίμηνο αναμένεται σημαντική συρρίκνωση με τις ελπίδες για ανάκαμψη στις αρχές του 2021 να «ξεθωριάζουν», καθώς η κυβέρνηση επέβαλλε νέους περιορισμούς λόγω της μετάλλαξης στελέχους του ιού.
Εν τω μεταξύ, οι συνομιλίες για μια εμπορική συμφωνία για το Brexit οδεύουν σε αδιέξοδο.
Το πιθανό «χτύπημα» σημαίνει ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού στο σύνολο του οικονομικού έτους θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από τα 394 δισεκατομμύρια λίρες – ήτοι 19% του ΑΕΠ – που προέβλεπε το Γραφείο Προϋπολογισμού τον περασμένο μήνα.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο έλλειμμα σε αναπτυγμένη βιομηχανική χώρα.
Σύμφωνα με το πλέον απαισιόδοξο σενάριο για την εξέλιξη της πανδημίας και τομ Brexit, o δημόσιος δανεισμός ενδέχεται να φτάσει στα 450 δισεκατομμύρια λίρες το 2020-21, με το χρέος να ξεπερνά το 125% του ΑΕΠ το επόμενο έτος.
Μονόδρομος η αύξηση των κρατικών δαπανών
Η αύξηση των κρατικών δαπανών, «είναι η μόνη λύση για να προστατέψουμε τις ζωές μας και την οικονομική μας επιβίωση κατά τη διάρκεια αυτής της οξείας φάσης της κρίσης», ανέφερε ο Σούνακ μετά την ανακοίνωση των στοιχείων. «Όταν η οικονομία μας ανακάμψει, είναι σωστό να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα για να θέσουμε τα δημόσια οικονομικά σε πιο βιώσιμη βάση, ώστε να είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε στις μελλοντικές κρίσεις με τον τρόπο που κάναμε φέτος».
Ο Σούνακ έχει δηλώσει ότι οι αυξήσεις φόρων είναι αναπόφευκτες, αλλά δεν υφίσταται χρονική πίεση καθώς το τεράστιο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Τράπεζας της Αγγλίας διατηρεί το κόστος δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα.
Βραχυπρόθεσμα, η περαιτέρω δημοσιονομική ώθηση φαίνεται πιο πιθανή παρά την έναρξη της εκστρατείας εμβολιασμού.
Υπενθυμίζεται ότι ο Βρετανός ΥΠΟΙΚ ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα την παράταση της μισθολογικής στήριξης για τους εργαζόμενους που βρίσκονται σε αναστολή έως τα τέλη Απριλίου.
Το ΑΕΠ αυξήθηκε με ρυθμό-ρεκόρ 16,0% το τρίτο τρίμηνο –ο ρυθμός αυτός είναι αναθεωρημένος προς τα πάνω σε σύγκριση με την προηγούμενη εκτίμηση, που ήταν 15,5% – αλλά και πάλι, αυτό δεν ήταν αρκετό για να αντισταθμιστεί η βουτιά κατά 18,8% της περιόδου Απριλίου-Ιουνίου, όταν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας τελούσε υπό αναστολή.
Οι Βρετανοί αποταμίευσαν λιγότερο κατά το τρίτο τρίμηνο, καθώς κάποιες επιχειρήσεις ξαναλειτούργησαν, με τον λόγο αποταμίευσης προς ΑΕΠ να πέφτει στο 16,9% από το άνευ προηγουμένου 27,4% τους προηγούμενους τρεις μήνες.
«Κλειδί» οι αποταμιεύσεις
Τα νοικοκυριά έχουν συσσωρευμένες αποταμιεύσεις, κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει τη στήριξη της οικονομίας το 2021. Η κυβερνητική στήριξη αύξησε τα πραγματικά εισοδήματα κατά 4,9% φέτος.
Στοιχεία από ξεχωριστές πηγές έδειξαν ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στα 15,7 δισεκατομμύρια λίρες, ή 2,9% του ΑΕΠ, σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο. Η αύξηση οφείλεται στο μικρότερο εμπορικό πλεόνασμα. Το έλλειμμα των εσόδων από επενδύσεις σημείωσε απότομη πτώση.