Το 2022, η οικονομία των ΗΠΑ στέλνει ανησυχητικά μηνύματα που θυμίζουν το παρελθόν: οι τιμές καταναλωτή και οι μισθοί των νοικοκυριών εκτοξεύτηκαν στα ύψη, θυμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη δεκαετία του 1970.
Την εποχή εκείνη, η σπειροειδής αυτή εξέλιξη μισθών-τιμών κράτησε για χρόνια, μέχρι η Fed να την εξαλείψει μέσω της αύξησης των επιτοκίων, η οποία μείωσε τον πληθωρισμό και ώθησε την οικονομία σε ύφεση.
Πρόκειται να συμβεί το ίδιο, σήμερα, στις ΗΠΑ; Όχι αναγκαστικά. Τα σπιράλ μισθών-τιμών δεν γίνεται να αποφευχθούν. Μπορούν, όμως, να αποτραπούν, ακόμη και αφού συγκεντρώνουν αρκετή δυναμική, και θα πρέπει να πάνε πολλά πράγματα στραβά, για να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Ωστόσο, ο κίνδυνος, σήμερα, είναι μεγαλύτερος απ’ό,τι παλιά.
Ένα σπιράλ μισθών-τιμών εμφανίζεται όταν αυξάνονται, πρώτα, οι τιμές καταναλωτή και, έπειτα, οι μισθοί, καθώς οι εργαζόμενοι πιέζουν τους εργοδότες τους για αυξήσεις μισθών, ώστε να μπορέσουν να συμβαδίσουν με την κατάσταση που επικρατεί. Οι εργοδότες, παράλληλα, αυξάνουν ακόμη περισσότερο τις τιμές καταναλωτή για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα αυξανόμενα κόστη. Οι μισθοί και οι τιμές παγιδεύονται, έτσι, σε έναν συνεχή «χορό» – ο ένας οδηγεί τον άλλον στο επόμενο βήμα – που οδηγεί σε υψηλότερες τιμές και υψηλότερους μισθούς, αλλά δεν ωφελεί κανέναν.
Οι τιμές καταναλωτή και οι μισθοί άρχισαν, το 2022, να αυξάνονται με ρυθμούς 7,5% και 5,7%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αντίστοιχα, επίπεδα που έχουμε να δούμε από τη δεκαετία του 1970. Αυτό είναι ένα κακό σημάδι, αλλά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, τα τελευταία 75 χρόνια, όπου η απειλή του δυναμικού σπιράλ μισθών-τιμών φαίνεται να απειλεί, αλλά, εν τέλει, δεν προκαλεί κάποιο πρόβλημα.
Λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μισθοί και οι τιμές διπλασιάστηκαν, αλλά, στη συνέχεια υποχώρησαν. Τις δεκαετίες του 1950 και του 1990, οι μισθοί αυξήθηκαν, αλλά ο πληθωρισμός παρέμεινε μέτριος. Yπήρχαν διάφορες στιγμές, τα τελευταία 20 χρόνια, που ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε, αλλά οι μισθοί δεν αυξήθηκαν το ίδιο.
Πολλά εξαρτώνται από την περίπλοκη αλληλεπίδραση της ψυχολογίας των καταναλωτών, τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και την αξιοπιστία της Federal Reserve. Το κλειδί είναι ο τρόπος που αυτές οι δυνάμεις ενώνονται.
Για να κατανοήσουμε τον κίνδυνο, θα πρέπει να κοιτάξουμε λίγο τη δεκαετία του 1970, όταν πολλά πήγαν στραβά. Ο πληθωρισμός άρχισε να αυξάνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, εν μέρει λόγω της αύξησης των ομοσπονδιακών δαπανών για τη χρηματοδότηση του πολέμου του Βιετνάμ και των προγραμμάτων Great Society του προέδρου, Λίντον Τζόνσον. Αυτές οι δαπάνες είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης των καταναλωτών και των επιχειρήσεων για αγαθά και υπηρεσίες, γεγονός που οδήγησε σε αυξήσεις τιμών.
Η δουλειά της Federal Reserve είναι να λειτουργεί ως τροχοπέδη σε τέτοιες περιπτώσεις, αυξάνοντας τα επιτόκια, ώστε να περιορίσει τη ζήτηση. Δεν έπραξε, όμως, κάτι τέτοιο. Οι αξιωματούχοι της Fed δέχτηκαν εκφοβισμό από τον Τζόνσον και τον τότε πρόεδρο, Ρίτσαρντ Νίξον, για να βοηθήσουν τα προγράμματα δαπανών τους με άφθονη πίστωση. Η Fed διατήρησε τα επιτόκια χαμηλά και, σε συνδυασμό με τις πιστωτικές ροές, η ζήτηση εκτινάχθηκε στα ύψη.