Η ελληνική οικονομία αναμένεται να καταγράψει ρυθμούς άνω του 3% την επόμενη δεκαετία, ανέφερε σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος διά στόματος της υποδιοικήτριάς της, καθώς οι πόροι που θα έρθουν από το Ταμείο Ανάκαμψης την επόμενη τετραετία προσφέρουν τα εχέγγυα για τις αισιόδοξες αυτές προβλέψεις.
Μιλώντας από το βήμα του FIN FORUM 2022, η Χριστίνα Παπακωνσταντίνου υπογράμμισε ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δε θα συμβάλουν μόνο στην αύξηση των επενδύσεων, αλλά θα ενισχύσουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, καθώς πρόκειται να χρηματοδοτήσουν σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς που ενισχύουν την απασχόληση, τις δεξιότητες και την κοινωνική συνοχή και υποστηρίζουν την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της οικονομίας.
Αναφορικά με το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, η κ. Παπακωνσταντίνου επισήμανε ότι οι τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού κατά τα τελευταία τρία έτη. Αναμένεται ότι, εντός του 2022, ο δείκτης των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση θα υποχωρήσει για πρώτη φορά σε μονοψήφιο επίπεδο σε σχέση με άνω του 45% για το σύνολο των τραπεζών το 2016. Δύο από τις συστημικές τράπεζες έχουν ήδη κατορθώσει μονοψήφιο δείκτη και οι άλλες δύο πιθανά θα το επιτύχουν το α΄ εξάμηνο του 2022.
Ε: Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήρθε να περιπλέξει περαιτέρω την κατάσταση στην Ευρώπη και τη διεθνή οικονομία. Ενεργειακή κρίση, πληθωριστικές πιέσεις, η κρίση στην Ουκρανία κατά πόσο αλλάζουν τα δεδομένα και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην Ελλάδα;
Α: Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μία εξέλιξη με, καταρχάς, δραματικές επιπτώσεις στον πληθυσμό της Ουκρανίας.
Όσον αφορά την υπόλοιπη ήπειρο και τις οικονομίες της ΕΕ, άμεσες, αλλά σχετικά περιορισμένες, επιπτώσεις αναμένεται να προέλθουν μέσω του εμπορίου, των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και των διακυμάνσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, η έκθεση των περισσότερων χωρών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, στην περιοχή είναι σχετικά χαμηλή.
Παρολαυτά, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, και κατά συνέπεια όλες οι χώρες της ΕΕ, ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά λόγω αυξημένης αβεβαιότητας, ασθενέστερων επενδύσεων και μειωμένης κατανάλωσης.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία άνευ προηγουμένου κατάσταση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που, για πρώτη φορά, η ΕΕ αντέδρασε με τόση ταχύτητα και ένταση στην λήψη κυρώσεων για τη Ρωσία. Καθώς τα γεγονότα εξακολουθούν να εξελίσσονται, η όποια εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων περιβάλλεται από σημαντική αβεβαιότητα.
Ε: Την τελευταία 2ετία οι εγχώριες τράπεζες πραγματοποίησαν μεγάλη πρόοδο στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο η πανδημία δημιουργεί ένα πισωγύρισμα. Φαίνεται ότι τα νέα «κόκκινα» δάνεια θα φτάσουν τα 10 δις. ευρώ επιβεβαιώνοντας σχετικές εκτιμήσεις της ΤτΕ. Πως βλέπετε την κατάσταση; Θα μπορέσουν οι τράπεζες να περιορίσουν τα NPEs στα ευρωπαϊκά επίπεδα;
Α: Oι τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού κατά τα τελευταία τρία έτη. Αναμένεται ότι, εντός του 2022, ο δείκτης των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση θα υποχωρήσει για πρώτη φορά σε μονοψήφιο επίπεδο σε σχέση με άνω του 45% για το σύνολο των τραπεζών το 2016. Δύο από τις συστημικές τράπεζες έχουν ήδη κατορθώσει μονοψήφιο δείκτη και οι άλλες δύο πιθανά θα το επιτύχουν το α΄ εξάμηνο του 2022.
Ωστόσο, ο δείκτης ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, ο οποίος ήταν 13% στα τέλη του 2021, παραμένει στην Ελλάδα σημαντικά υψηλότερος του μέσου όρου των ευρωπαϊκών τραπεζών, ακόμη και χωρίς τα νέα κόκκινα δάνεια λόγω της πανδημίας.
Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για πλήρη εξυγίανση του χαρτοφυλακίου δανείων. Επίσης, είναι εξίσου σημαντικό να υπάρξει πρόοδος στην υλοποίηση των ήδη νομοθετημένων θεσμικών αλλαγών στο πλαίσιο της εξυγίανσης του ιδιωτικού χρέους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεταβίβαση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών δεν αρκεί για την επίλυση του προβλήματος και απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για την αναδιάταξη των πόρων προς όφελος παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Ε: Διαβάζουμε και ακούμε πάρα πολλά για το Ταμείο Ανάκαμψης έχουν σχηματιστεί πολύ μεγάλες προσδοκίες. Είναι δικαιολογημένες;
Α: Συνολικά η χώρα αναμένεται να λάβει €33 δισεκ. μέχρι το 2026, εκ των οποίων €13 δισεκ. σε δάνεια και €20 δισεκ. σε επιχορηγήσεις.
Επιπλέον, μέσω της μόχλευσης των διαθέσιμων πόρων, εκτιμάται ότι θα κινητοποιηθούν ακόμη €30 δισεκ. σε επενδύσεις την περίοδο 2022-26.
Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει ρυθμούς ανάπτυξης που θα ξεπερνούν το 3% κατά μέσο όρο την επόμενη δεκαετία.
Και αυτό διότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δε θα συμβάλουν μόνο στην αύξηση των επενδύσεων. Σημαντικότερα, θα ενισχύσουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, καθώς πρόκειται να χρηματοδοτήσουν σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς που ενισχύουν την απασχόληση, τις δεξιότητες και την κοινωνική συνοχή και υποστηρίζουν την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της οικονομίας.
Ε: Διατυπώνεται πάντως κριτική ότι τα κεφάλαια του RFF και η δομή του προγράμματος απευθύνεται ουσιαστικά σε μεγάλες επιχειρήσεις. Πως θα επιτευχθεί η διάχυση των πόρων στις ΜΜΕ που αποτελούν και τη μεγάλη πλειοψηφία στο εγχώριο επιχειρείν;
Α: Όσον αφορά τα δάνεια του RRF, η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες της ΕΕ που αναμένεται να κάνουν πλήρη χρήση αυτού του χρηματοδοτικού εργαλείου, απορροφώντας το σύνολο των πόρων που δικαιούται.
Οι όροι δανεισμού είναι πολύ ευνοϊκοί για τα κράτη-μέλη. Και επιτρέπουν τη χορήγηση χαμηλότοκων δανείων προς τις επιχειρήσεις για την υλοποίηση των επενδυτικών τους σχεδίων, με ποσοστό χρηματοδότησης από το δημόσιο που μπορεί να φτάνει και το 50%.
Βασική προϋπόθεση για συμμετοχή στα προγράμματα του RRF είναι η βιωσιμότητα των επενδυτικών σχεδίων των επιχειρήσεων.
Εν τέλει, πρόσβαση στα δάνεια του RRF θα έχουν τόσο μεγάλες επιχειρήσεις όσο και μικρομεσαίες. Πράγματι, ορισμένα από τα δάνεια αναμένεται να χρηματοδοτήσουν σημαντικά έργα υποδομής, τα οποία αναπόφευκτα εκτελούνται από μεγάλους ομίλους. Παράλληλα όμως υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως η χρηματοδοτική πλατφόρμα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, στα οποία έχουν πρόσβαση και επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους, που θα αξιοποιήσουν τους ευνοϊκούς όρους επιτοκίου και συγχρηματοδότησης.
Ε: Στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα την προηγούμενη 10ετία λόγω της κρίσης πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση του κλάδου. Ωστόσο η τεχνολογική επανάσταση αλλάζει δραστικά τα δεδομένα και δημιουργεί νέες πιέσεις. Θα μπορούσαμε να δούμε νέο κύκλο συγχωνεύσεων λόγω των ψηφιακών εξελίξεων;
Α: Πράγματι, οι πιέσεις από πλήρως ψηφιακές τράπεζες και τεχνολογικούς κολοσσούς έχουν εντείνει τον ανταγωνισμό στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Θεωρώ ότι οι πιέσεις αυτές έχουν ωθήσει τις ελληνικές τράπεζες να κάνουν σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού τους, τόσο αναφορικά με την εσωτερική λειτουργία τους, όσο και με τις υπηρεσίες που παρέχουν στους πελάτες τους. Αυτή η τάση μάλιστα επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω της πανδημίας.
Μελλοντικά, πιστεύω ότι οι τράπεζες θα ακολουθήσουν περαιτέρω τη διεθνή τάση ψηφιοποίησης των υπηρεσιών τους και ότι θα ενσωματώσουν καινοτόμες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, ειδικά στους τομείς των πληρωμών και της δανειοδότησης. Οι ψηφιακές εξελίξεις θα επιταχύνουν την ανάπτυξη στρατηγικών ανάπτυξης ψηφιακών προϊόντων στα υφιστάμενα συστημικά τραπεζικά ιδρύματα.
Εξ άλλου, ο βαθμός συγκέντρωσης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα συγκαταλέγεται μεταξύ των υψηλότερων στην Ε.Ε.. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες κατέχουν περίπου το 95% της εγχώριας αγοράς σε σχέση με το συνολικό ενεργητικό.
Επομένως, σε επίπεδο συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων – τουλάχιστον στην τρέχουσα χρονική συγκυρία – εκτιμώ ότι δεν συντρέχει λόγος για μεγαλύτερη συγκέντρωση. Από την άλλη, δεν θα απέκλεια το ενδεχόμενο συγχωνεύσεων σε επίπεδο μη συστημικών τραπεζών.
Ε: Οι τράπεζες έχουν βγει από τον κύκλο της αβεβαιότητας και της ανησυχίας και ατενίζουν με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν προκειμένου να εισέλθουν σε βιώσιμη πορεία ανάπτυξης;
Α: Πράγματι, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ισχυροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν. Ωστόσο, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό καθώς, όπως προείπαμε, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ε.Ε.. Οι τράπεζες πρέπει λοιπόν να υλοποιήσουν άμεσα τις στρατηγικές τους για περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων, σε επίπεδα ανάλογα με αυτά των ανταγωνιστριών τους τραπεζών στο εξωτερικό, καθώς και να διασφαλίσουν ότι είναι σε θέση να απορροφήσουν πλήρως το κόστος της υλοποίησης των εν λόγω στρατηγικών.
Ατενίζοντας το μέλλον, οι προκλήσεις με τις οποίες θα έρθουν αντιμέτωπες οι τράπεζες σχετίζονται με τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες αυτές προκλήσεις μπορεί να αποτελέσουν και σημαντικές ευκαιρίες για το τραπεζικό σύστημα.
Όπως αναφέρατε προηγουμένως, οι πιέσεις από την ψηφιακή μετάβαση είναι αυξημένες. Εκτός από την πλευρά των ανταγωνιστών, οι προτιμήσεις των πελατών τους έχουν και αυτές αλλάξει ενισχύοντας την τάση της ψηφιοποίησης. Όπως ανέφερα, θεωρώ ότι οι τράπεζες θα ακολουθήσουν αυτή την τάση. Δεν παύει ωστόσο να είναι μία πρόκληση, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτείται σωστός σχεδιασμός και στρατηγική.
Ομοίως, οι τράπεζες θα κληθούν να σχεδιάσουν στρατηγικές που να λαμβάνουν υπόψη τόσο τις ζημίες από φυσικούς κινδύνους που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, όσο και τις επιπτώσεις της μετάβασης σε μία οικονομία με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν συγκεντρωμένη δραστηριότητα εντός συνόρων – τόσο μέσω των δανείων και των επενδύσεών τους, όσο και μέσω των εξασφαλίσεων που έχουν για δάνεια που έχουν χορηγήσει. Αυτό τις καθιστά ευάλωτες στους φυσικούς κινδύνους της Ελλάδας, οι οποίοι, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, είναι αρκετά υψηλοί.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επιδιώκει την ενημέρωση των τραπεζών σε θέματα βιωσιμότητας, που θα τις βοηθήσει να προετοιμαστούν εγκαίρως για τις επερχόμενες θεσμικές και εποπτικές απαιτήσεις για τους συναφείς κίνδυνους, αλλά και να διαμορφώσουν κατάλληλη στρατηγική.
Ε: Μεγάλες είναι οι προσδοκίες για την πορεία της εγχώριας οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο πολλά διαρθρωτικά προβλήματα παραμένουν όπως φυσικά και το πρόβλημα του χρέους. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις προκειμένου οι εγχώρια οικονομία να εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο;
Α: Η ελληνική οικονομία έχει διανύσει σημαντικά βήματα από την περίοδο των μεγάλων «δίδυμων» ελλειμμάτων προ δεκαετίας, τα οποία εξαλείφθηκαν ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων.
Επιπλέον, ενισχύθηκε η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Κατά κύριο λόγω αυτό οφείλεται στην ευνοϊκή του σύνθεση, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του είναι χρέος σταθερού επιτοκίου προς τον επίσημο τομέα με μεγάλη διάρκεια αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Επίσης, αποκαταστάθηκε η ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας και ενισχύθηκε η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, παραμένουμε συγκριτικά χαμηλά σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε ορισμένους τομείς.
Η δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικότερου προς τις άμεσες επενδύσεις και την εξωστρέφεια θα ευνοούσε την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Σε αυτό συντελούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συμβάλλουν στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, στη βελτίωση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα, στην αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους και στην προσέλκυση ικανού και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού – τομείς στους οποίους ακόμη υστερούμε.
Ωστόσο, ευελπιστώ ότι οι μεταρρυθμίσεις του Ταμείου Ανάκαμψης θα αντιμετωπίσουν αρκετά από αυτά τα προβλήματα. Η συνετή δημοσιονομική διαχείριση, η προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης θεωρώ ότι θα συμβάλουν και στην επίτευξη της αναβάθμισης επενδυτικής κατηγορίας, που αποτελεί σημαντικό βήμα για την ελληνική οικονομία.