Μείωση στην παραγωγή μαστίχας καταγράφεται για πρώτη φορά φέτος στη Χίο έπειτα από σειρά ετών αύξησης της παραγωγής, τη στιγμή μάλιστα που η ζήτηση του προϊόντος παγκοσμίως ξεπερνά κάθε προσδοκία.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου (ΕΜΧ), Γιώργο Τούμπο, η μείωση αυτή οφείλεται στην κλιματική αλλαγή η οποία αποτελεί μία από τις πιο σοβαρές προκλήσεις για τους παραγωγούς μαστίχας.
Ο κ. Τούμπος, μιλώντας στον Πολίτη της Χίου, αναφέρθηκε στις δυσκολίες και τις προκλήσεις που έχουν προκύψει από τις νέες καιρικές συνθήκες που τους έχουν επηρεάσει πολύ και «είναι ένας παράγοντας που πρέπει να αντιμετωπίσουμε».
Χαρακτηριστικό της μείωσης της παραγωγής, όπως είπε, είναι το γεγονός ότι φέτος έφθασε του 197 τόνους, μειωμένη δηλαδή κατά 14 τόνους σε σχέση με πέρυσι. Όπως εξήγησε, σε όλα τα χωριά καταγράφηκε μείωση στην παραγωγή τους, με εξαίρεση τον Πυργί και τα Μεστά. Μάλιστα στα Νένητα και στο Βουνό η μείωση έφτασε τους 15 και 2,2 τόνους αντίστοιχα.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών εξετάζει διάφορους τρόπους. Μεταξύ αυτών, είναι η ανάλυση του DNA των δέντρων για τη δημιουργία πιο ανθεκτικών φυτών στις νέες κλιματολογικές συνθήκες. Επιπλέον, αναπτύσσονται τεχνικές έξυπνης γεωργίας που θα βοηθήσουν στην πρόβλεψη και αντιμετώπιση των καιρικών φαινομένων.
Δραματική πτώση του τζίρου
Η μείωση της παραγωγής έχει σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις για την Ένωση Μαστιχοπαραγωγών. Αυτό μεταφράζεται σε «δύο εκατομμύρια ευρώ λιγότερα στον τζίρο της ΕΜΧ για το έτος 2025».
Η παγκόσμια ζήτηση για μαστίχα παραμένει υψηλή, με νέες μεγάλες παραγγελίες ειδικά από την Ινδία να δημιουργούν πρόσθετες πιέσεις τους παραγωγούς. «Οι φυτεύσεις που γίνονται αυτή τη στιγμή και πρέπει να γίνονται, ίσως μπορέσουν να ισορροπήσουν την κατάσταση, αλλά οι προκλήσεις παραμένουν», δήλωσε ο κ. Τούμπος.
Ακολούθως, ο κ. Τούμπος εξήγησε ότι η κλιματική αλλαγή έχει προκαλέσει μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση στους καύσωνες, με υψηλές θερμοκρασίες που στρεσάρουν το δέντρο και «δεν μπορεί να κατεβάσει μαστίχα».
«Παλαιότερα, η καλλιέργεια ξεκινούσε στις αρχές Ιουνίου, ενώ τώρα μεταφέρεται προς τα τέλη Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου, γεγονός που μειώνει τον διαθέσιμο χρόνο για παραγωγή. Οι ασταθείς καιρικές συνθήκες, με υψηλές θερμοκρασίες και πιθανότητες βροχής, αποτελούν τεράστιο κίνδυνο, καθώς με τον καύσωνα δεν παράγουμε και με τη βροχή καταστρεφόμαστε» κατέληξε ο κ. Τούμπος.