Μόνον η απελευθέρωση από τον φόβο της νέας «μαύρης τρύπας» είναι ικανή να τονώσει τη ζήτηση και την Οικονομία
Οι αποφάσεις θα πρέπει σε κάποια φάση να αποκτήσουν πανευρωπαϊκό χαρακτήρα και αυτοί που συνεχώς πιπιλίζουν την καραμέλα της υπερφορολόγησης, θα πρέπει να καταλάβουν ότι στη σημερινή συγκυρία προέχει η απελευθέρωση της αποταμίευσης
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδιωτικά και δημόσια χρέη τραβούν την ανηφόρα, με τα τελευταία βέβαια λόγω πανδημίας να επιταχύνουν τον ρυθμό τους. Και όσο οι διάφορες κεφαλές που λαμβάνουν αποφάσεις δεν αντιμετωπίζουν ριζικά το θέμα, απλώς τροφοδοτούν με εκρηκτικό υλικό έναν φαύλο κύκλο που έχει πίσω του κάποιες δεκαετίες.
Διότι το φαινόμενο δεν είναι νέο και σίγουρα δεν οφείλεται αποκλειστικά στον «τρισκατάρατο νεοφιλελευθερισμό». Ίσως μάλιστα ο τελευταίος να είναι και πέρα για πέρα αμέτοχος στην όλη ιστορία.
Ας αφήσουμε όμως για λίγο κατά μέρος το παγκόσμιο ιδιωτικό και δημόσιο χρέος και ας έλθουμε στην Ελλάδα. Διότι η χώρα μας για μια ακόμη φορά μπορεί να μπει σε νέα κρίση, αλλά με απρόβλεπτες και σίγουρα όχι ευχάριστες συνέπειες.
Στο πλαίσιο αυτών των σκέψεων, ένα πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι αυτό του πραγματικού ύψους του δημοσίου χρέους της χώρας. Επισήμως, κατά καιρούς, οι κυβερνητικοί και τραπεζικοί παράγοντες μας λένε ότι το δημόσιο χρέος ξεπερνά τα 300 δισ. ευρώ και σήμερα, λόγω της κρίσης της πανδημίας, οδεύει προς το 200% του ΑΕΠ, ήτοι κάπου στα 335 δισ. ευρώ.
Είναι όμως έτσι; Πολύ φοβούμεθα πως όχι, γιατί στο νούμερο αυτό δεν περιλαμβάνεται το βραχυπρόθεσμο ελληνικό χρέος. Για παράδειγμα, ποιο είναι το ύψος του χρέους της χώρας μας στο σύστημα Target, μέσω του οποίου πληρώνονται οι εισαγωγές μας.
Μήπως ξεπερνά τα 90 δισ. ευρώ; Επίσης, ποιο είναι το ύψος των δανείων και των κρατικών ομολόγων μεσοπρόθεσμης διάρκειας; Μήπως ξεπερνούν και αυτά τα 100 δισ. ευρώ;
Ως γνωστόν, τα έντοκα γραμμάτια, (treasury bills), τρίμηνης, εξάμηνης, δωδεκάμηνης και δεκαοχτάμηνης χρονικής διάρκειας, χαρακτηρίζονται κρατικά χρεόγραφα βραχυπρόθεσμης διάρκειας και άρα συνθέτουν το βραχυπρόθεσμο δημόσιο χρέος της χώρας. Στην προκειμένη
περίπτωση, το απόθεμα των έντοκων γραμματίων αντιπροσωπεύει το βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης.
Άρα, αν στο μεσομακροπρόθεσμο προστεθεί και το βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, προκύπτει το συνολικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας.
Οπότε, το επόμενο καίριο ερώτημα που εγείρεται είναι το εξής: Ποιο είναι το μέγεθος του βραχυπρόθεσμου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης, έτσι ώστε να προσδιοριστεί το πραγματικό επίπεδο του συνολικού δημόσιου χρέους της χώρας;
Για τον υπολογισμό του βραχυπρόθεσμου χρέους, οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν δύο επίσημες πηγές, που είναι οι ετήσιες εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού (ΓΚΠ).
Τα στατιστικά δεδομένα του πίνακα, που παραθέτουν το «βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης», προέρχονται από το ΓΛΚ και καταγράφονται στον κωδικό ταξινόμησης 5410102001, ο οποίος φέρει την ονομασία «Εισπράξεις από την πώληση τίτλων με σύμφωνο επαναγοράς».
Ως γνωστόν, ο όρος «πώληση τίτλων με σύμφωνο επαναγοράς» προέρχεται από τη μετάφραση του αγγλικού όρου «repurchase agreements» (repos).
Από τα διαθέσιμα έτσι στοιχεία προκύπτει ότι το πραγματικό δημόσιο χρέος της χώρας δεν απέχει πολύ από το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, ποσό ασύλληπτο για μια χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων.
Αν στο παραπάνω εφιαλτικό τοπίο προσθέσουμε τώρα και το συνολικό ιδιωτικό χρέος, η κατάσταση παίρνει τις διαστάσεις υδρογονοβόμβας. Το ιδιωτικό χρέος ξεπερνά και αυτό τα 260 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι έτσι αισθητά ανώτερο από την εσωτερική αποταμίευση και ως εκ της φύσεώς του είναι αντιαναπτυξιακό και κοινωνικά αποσταθεροποιητικό.
Η δε αβεβαιότητα, που από μόνο του δημιουργεί το χρέος αυτό, είναι παραλυτική, τόσο για την ανάπτυξη που έχει ανάγκη η χώρα, όσο και για την ενίσχυση της ζήτησης, που κρίνεται απαραίτητη για να έχουμε επανεκκίνηση της οικονομίας. Η δε πανδημία με τη σειρά της κάνει ακόμα χειρότερη την κατάσταση γιατί πνίγει μεγάλες κατηγορίες μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που κινδυνεύουν πλέον από ασφυξία.
«Τα μέτρα ανακούφισης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αρκούν, λέει ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.
Οι υποχρεώσεις τρέχουν και όσο οι επιχειρήσεις παραμένουν κλειστές η κατάσταση χειροτερεύει. Αν η οικονομία δεν επανέλθει σε μια κανονικότητα, είναι σχεδόν αδύνατο για έναν μικρό ή μικρομεσαίο επιχειρηματία να φανεί συνεπής. Και για να συμβεί αυτό θα απαιτηθεί σημαντικό χρονικό διάστημα.
Ακόμα και αύριο να ανοίξει η οικονομία, θα χρειαστούν μήνες για να μπει σε μια εύρυθμη λειτουργία. Πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι η επιχειρηματικότητα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης γι’ αυτό και απαιτούνται έκτακτες λύσεις».
Στο πλαίσιο αυτό, για τον πρόεδρο του Ε.Ε.Α. και όχι μόνον, μια από τις λύσεις που θα πρέπει να εξετάσει η κυβέρνηση είναι το «κούρεμα οφειλών». «Η νέα συσσώρευση χρεών, τονίζει ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, δεν γίνεται επειδή το επιδιώκουν οι οφειλέτες, αλλά γιατί έχει «παγώσει» η αγορά στο σύνολό της.
Πρέπει, λοιπόν, να ξεκινήσει ένας έντιμος διάλογος με την κυβέρνηση, τα κόμματα, τους κοινωνικούς εταίρους και τους φορείς, ώστε να εξεταστεί σοβαρά η λύση του «κουρέματος» και να ληφθούν γενναίες αποφάσεις.
Και οι αποφάσεις αυτές θα πρέπει σε κάποια φάση να αποκτήσουν πανευρωπαϊκό χαρακτήρα, οι δε πολλά βαρείς Κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, που συνεχώς πιπιλίζουν την καραμέλα της υπερφορολόγησης, θα πρέπει, σεβόμενοι τη μνήμη του εμπνευστή τους, να καταλάβουν ότι στη σημερινή συγκυρία προέχει η απελευθέρωση της αποταμίευσης.