Η ιρλανδική κυβέρνηση γνωστοποίησε την απόφαση της κατάργησης της «χρυσής» βίζας, με τον υπουργό υπουργό Δικαιοσύνης Σιμόν Χάρις να παραδέχεται, σε ραδιοφωνική εκπομπή, ότι είχε δεχθεί «εντονότατες συστάσεις», με αποτέλεσμα να δώσει τέλος στο αμφιλεγόμενο μέτρο.
Προσέθεσε, άλλωστε, πως παρά την επιτυχία του προγράμματος, η κυβέρνηση το επανεξέταζε εδώ και καιρό και τελικά έλαβε υπόψη και «σειρά εκθέσεων και ευρημάτων από διεθνείς οργανισμούς, όπως η Κομισιόν, το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο ΟΟΣΑ».
Ο κ. Χάρις υπενθύμισε πως το μέτρο εισήχθη σε «μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία», εν μέσω της κρίσης χρέους του ευρώ, και είχε στόχο να προσελκύσει επενδύσεις με στρατηγικούς στόχους και προς το συμφέρον του ιρλανδικού λαού. Εχει, όμως, αποτελέσει αντικείμενο επικρίσεων από την Ε.Ε., η οποία έχει επανειλημμένως επικαλεσθεί ζητήματα εθνικής ασφάλειας.
Πέρυσι τον Μάρτιο, άλλωστε, περίπου ένα μήνα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Κομισιόν κάλεσε τα κράτη-μέλη να διακόψουν αυτά τα μέτρα και μαζί τους να διακόψουν και τις χορηγήσεις βίζας σε Ρώσους και Λευκορώσους. Τότε είχε, άλλωστε, εκφράσει την ανησυχία πως ίσως μεταξύ όσων Ρώσων ή Λευκορώσων υπόκεινται σε κυρώσεις να συγκαταλέγονται και κάτοχοι «χρυσής βίζας» και «χρυσών διαβατηρίων». Στις πιέσεις της Ε.Ε. έχει τώρα προστεθεί η κλιμάκωση στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα μετά τις καταρρίψεις αερόστατων και τις κατηγορίες περί κατασκοπείας.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ των Financial Times, το επίμαχο μέτρο έχει προσελκύσει σε μεγάλο βαθμό βαθύπλουτους Κινέζους που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% όσων σχετικών αιτήσεων έχουν εγκριθεί στη χώρα. Βαθύπλουτοι Κινέζοι μεγιστάνες το έχουν χρησιμοποιήσει για να διασφαλίσουν τη δυνατότητά τους να μένουν εντός Ευρώπης και να αποφύγουν, έτσι, τους αυστηρούς κανόνες που επιβάλλει το Πεκίνο σε διάφορα επίπεδα
Σχολιάζοντας το συγκεκριμένο θέμα ο Κινέζος επικεφαλής ιρλανδικού επενδυτικού κεφαλαίου, που έχει κατευθύνει επενδύσεις της «χρυσής βίζας» στον τομέα των ξενοδοχείων, εξέφρασε την εκτίμηση ότι «οι πρόσφατες εξελίξεις στις σχέσεις της Κίνας με τη Δύση και όσα έγιναν με τα κατασκοπευτικά αερόστατα στάθηκαν καθοριστικά στη λήψη αυτής της απόφασης από το Δουβλίνο».
Εν προκειμένω, το πρόγραμμα της Ιρλανδίας ήταν ανοικτό σε όσους ξένους είχαν τη δυνατότητα να επενδύσουν τουλάχιστον 2 εκατ. ευρώ στη χώρα. Τους έδινε την επιλογή να επενδύσουν τουλάχιστον για τρία χρόνια 1 εκατ. ευρώ σε κάποιο εγκεκριμένο fund ή 2 εκατ. ευρώ σε κάποιο επενδυτικό ταμείο ακινήτων εντός Ιρλανδίας.
Εναλλακτικώς οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να δωρίσουν 500.000 ευρώ ή 400.000 ευρώ αν επρόκειτο τουλάχιστον για πέντε συναπτές αιτήσεις σε επενδυτικά προγράμματα καλλιτεχνικού ή αθλητικού περιεχομένου, στον τομέα της Υγείας, της Παιδείας ή του Πολιτισμού. Αυτή η τελευταία επιλογή έχει αποβεί προς όφελος πολλών αθλητικών ομάδων.
Δεν προσέφερε, πάντως, διαβατήριο στους ξένους επενδυτές και το μόνο που απαιτούσε από αυτούς προκειμένου να μη χάσουν τη «χρυσή βίζα» ήταν να περνούν μία ημέρα τον χρόνο εντός Ιρλανδίας. Η Ιρλανδία αποτέλεσε δελεαστική επιλογή για πολλούς από τους ενδιαφερομένους για «χρυσή βίζα», δεδομένου ότι τα αντίστοιχα προγράμματα άλλων χωρών παρουσίαζαν κάποιες δυσκολίες και κάποια προβλήματα.
Η Βρετανία, για παράδειγμα, έπαψε να είναι ελκυστικός προορισμός μετά το Brexit, πολύ πριν αποφασίσει το Λονδίνο να διακόψει το αντίστοιχο πρόγραμμα τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους επικαλούμενο και πάλι ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Σε ό,τι αφορά το σχετικό πρόγραμμα των ΗΠΑ, είχε «παγώσει» επί πολλούς μήνες. Μιλώντας στους Financial Times ο Αρμάντ Αρτόν, διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής Arton Capital που ειδικεύεται στα προγράμματα απόκτησης υπηκοότητας μέσω επενδύσεων, ανέφερε ότι η απόφαση της Ιρλανδίας «εντάσσεται ευθέως στην επιδείνωση των σχέσεων Ανατολής Δύσης», ενώ αντανακλά «τη θεμιτή ανησυχία που προκαλεί η δραματική αύξηση της κινεζικής παρουσίας μέσα στις ευρωπαϊκές οικονομίες».
Ο ίδιος επισήμανε, άλλωστε, πως το επίμαχο πρόγραμμα είχε εξελιχθεί σε πηγή σταθερού εισοδήματος για την Ιρλανδία και «απομένει να δούμε «πώς θα καλυφθεί το κενό που θα προκύψει». Υπογράμμισε επίσης πως η κυβέρνηση θα πρέπει να ζυγίσει το κόστος που θα έχει ο τερματισμός του μέτρου στην οικονομία της χώρας στην παρούσα δύσκολη συγκυρία και να το αντιδιαστείλει με τα όποια οφέλη θα της προσφέρει η κατάργησή του.